πριν την έναρξη του αιματηρού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγάλο πρόγραμμα ενίσχυσης του Στόλου Πλοίων Επιφανείας της

HOCHSEEFLOTTE: Ο ΣΤΟΛΟΣ ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΪΖΕΡ

Στα χρόνια που μεσολάβησαν πριν την έναρξη του αιματηρού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγάλο πρόγραμμα ενίσχυσης του Στόλου Πλοίων Επιφανείας της με κύριο στόχο την οικοδόμηση και μεγέθυνση του Πολεμικού της Ναυτικού - του Hochseeflotte (Στόλος Ανοικτών Θαλασσών) - σε μέγεθος σχεδόν τόσο ισχυρό όσο το και φημισμένο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε την πιο ισχυρή ναυτική δύναμη παγκοσμίως. Αν και οι αρχικοί λόγοι τους οποίους επικαλούνταν οι Γερμανοί Επιτελείς για τη δημιουργία ενός στόλου τέτοιων τεράστιων διατάσεων ήταν η προστασία του συνεχώς διογκούμενου γερμανικού εξωτερικού εμπορίου, ένα μάθημα το οποίο οι Γερμανοί το είχαν διδαχθεί πολύ καλά και μάλιστα με το πιο οδυνηρό τρόπο σε αρκετές περιπτώσεις κατά την διάρκεια των πολέμων κατά της Δανίας κατά τον 19ο αιώνα, αποδείχθηκε πως το βαθύτερο σκεπτικό τους ήταν η κατά μέτωπο αντιπαράθεση με το Βασιλικό Ναυτικό σε μία στρατηγικής σημασίας ναυτική σύγκρουση, εάν ήταν δυνατόν στον, κατά όλα τα φαινόμενα, επερχόμενο πόλεμο. 
 
Αυτές οι ιδέες ξεκίνησαν να ψηφίζονται στα τέλη του 1890 με τον Tirpitz και άλλους επιτελείς. Από τότε η Γερμανία ενεπλάκη σε μια σειρά γεγονότων , στις νήσους Σαμόα με τους Αμερικανούς, στο Μαρόκο με τους Γάλλους. Μέχρι και σχέδια αποκλεισμού της Αμερικής είχαν τεθεί στο τραπέζι. Πολύ σημαντικό με τον Α'ΠΠ, το 1890 η Γερμανία είχε πάρει τον έλεγχο της Ελιγολανδης στη Βόρεια Θάλασσα , έναντι της Ζανζιβάρης που έγινε προτεκτοράτο των Βρετανών.

Τελικά η ευκαιρία αυτή για μία ενιαία αποφασιστική ναυμαχία μεταξύ του Hochseeflotte και του Βασιλικού Ναυτικού πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1916, κατά την διάρκεια της κορύφωσης των εχθροπραξιών του Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και έμελλε να γίνει γνωστή στην ιστορία ως η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης, ή, η Ναυμαχία του Skagerak όπως είναι ευρύτερα γνωστή στη Γερμανία.

Η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης αποτελεί την μεγαλύτερη μάχη μεταξύ θωρηκτών που έγινε ποτέ και κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία τακτική γερμανική νίκη, αλλά το αποτέλεσμα αυτό ήταν αμελητέο για τους Γερμανούς επιτελείς καθώς στην ουσία δεν άλλαξε την στρατηγική κατάσταση για τον Hochseeflotte. Για τα υπόλοιπα δύο χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Γερμανικός στόλος παρέμεινε ελλιμενισμένος και κατ’ ουσίαν κλειδωμένος στις βάσεις του επάνω στη Βόρεια Θάλασσα από τον στενό βρετανικό αποκλεισμό. Έτσι τα γερμανικά πλοία επιφανείας περιορίστηκαν σε μικρές και κατά τόπους επιχειρήσεις μόνο στη Βόρεια και τη Βαλτική Θάλασσα και δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν τα εναπομείναντα λίγα πλοία που έμειναν να δραστηριοποιούνται εκτός Ευρώπης.

Εκτός από την Ναυμαχία της Γιουτλάνδης οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν είχαν στην ουσία άλλες σπουδαίες πολεμικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των κύριων μονάδων των στόλων τους. Μερικές συναντήσεις μεταξύ κάποιων μονάδων τους, όπως η ναυμαχία των βαρέων καταδρομικών στο Ντόγγερ Μπανκ και ναυμαχίες της Μοίρας Ανατολικής Ασίας σε Coronell και των νησιών Φώκλαντ ήταν ήσσονος σημασίας για την τελική έκβαση του πολέμου. Έτσι, τα λίγα μικρά εύδρομα και καταδρομικά που απέμειναν να δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού ή του Ινδικού Ωκεανού μπόρεσαν να επιχειρήσουν με κάποια σχετική επιτυχία για ένα μόνο μικρό χρονικό διάστημα, αφού κι αυτά λόγω κυρίως της έλλειψης ανατροφοδότησης και ενισχύσεων από την Ηπειρωτική Γερμανία ήταν απλά μόνο θέμα χρόνου το πότε θα κυνηγηθούν και να καταστραφούν.

Κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου έμελλε να ξεσπάσουν έντονες πολιτικές αναταραχές μεταξύ των πληρωμάτων. Οι ενέργειες αυτές τελικά κατέστησαν τα περισσότερα πλοία μη επιχειρησιακά, κάνοντας σχεδόν αδύνατη την όποια πολεμική δραστηριοποίηση του στόλου ο οποίος παρέμεινε αδρανής να περιμένει την οδυνηρή του μοίρα. Μετά το πέρας του πολέμου τον Νοέμβριο του 1918 συμφωνήθηκε η μεταστάθμευση και ελλιμενισμός σχεδόν του πλήρη στόλου στο Βρετανικό Ναύσταθμο του Scapa Flow έως ότου τον Ιούνιο του 1919 όλα τα πλοία αυτοβυθιστούν από τα ίδια τους τα πληρώματα. Μονάχα λίγα πλοία μπόρεσαν να διασωθούν από την αυτοβύθιση, μερικά ανασύρθηκαν την δεκαετία του 1930 και δόθηκαν για παλιοσίδερα αλλά ακόμα πολλά από τα άλλοτε στολίδια του πολυπληθούς Hochseeflotte του Γερμανού Κάιζερ εξακολουθούν να κείτονται στο πυθμένα των θολών νερών του Scapa Flow μέχρι σήμερα.
 
Ηωάνης Αρκουλής - Αρκολέων
Share To:

Arkoleon

Post A Comment: