Articles by "Ναυτική Ιστορία"
Showing posts with label Ναυτική Ιστορία. Show all posts

HOCHSEEFLOTTE: Ο ΣΤΟΛΟΣ ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΪΖΕΡ

Στα χρόνια που μεσολάβησαν πριν την έναρξη του αιματηρού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγάλο πρόγραμμα ενίσχυσης του Στόλου Πλοίων Επιφανείας της με κύριο στόχο την οικοδόμηση και μεγέθυνση του Πολεμικού της Ναυτικού - του Hochseeflotte (Στόλος Ανοικτών Θαλασσών) - σε μέγεθος σχεδόν τόσο ισχυρό όσο το και φημισμένο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε την πιο ισχυρή ναυτική δύναμη παγκοσμίως. Αν και οι αρχικοί λόγοι τους οποίους επικαλούνταν οι Γερμανοί Επιτελείς για τη δημιουργία ενός στόλου τέτοιων τεράστιων διατάσεων ήταν η προστασία του συνεχώς διογκούμενου γερμανικού εξωτερικού εμπορίου, ένα μάθημα το οποίο οι Γερμανοί το είχαν διδαχθεί πολύ καλά και μάλιστα με το πιο οδυνηρό τρόπο σε αρκετές περιπτώσεις κατά την διάρκεια των πολέμων κατά της Δανίας κατά τον 19ο αιώνα, αποδείχθηκε πως το βαθύτερο σκεπτικό τους ήταν η κατά μέτωπο αντιπαράθεση με το Βασιλικό Ναυτικό σε μία στρατηγικής σημασίας ναυτική σύγκρουση, εάν ήταν δυνατόν στον, κατά όλα τα φαινόμενα, επερχόμενο πόλεμο. 
 
Αυτές οι ιδέες ξεκίνησαν να ψηφίζονται στα τέλη του 1890 με τον Tirpitz και άλλους επιτελείς. Από τότε η Γερμανία ενεπλάκη σε μια σειρά γεγονότων , στις νήσους Σαμόα με τους Αμερικανούς, στο Μαρόκο με τους Γάλλους. Μέχρι και σχέδια αποκλεισμού της Αμερικής είχαν τεθεί στο τραπέζι. Πολύ σημαντικό με τον Α'ΠΠ, το 1890 η Γερμανία είχε πάρει τον έλεγχο της Ελιγολανδης στη Βόρεια Θάλασσα , έναντι της Ζανζιβάρης που έγινε προτεκτοράτο των Βρετανών.

Τελικά η ευκαιρία αυτή για μία ενιαία αποφασιστική ναυμαχία μεταξύ του Hochseeflotte και του Βασιλικού Ναυτικού πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1916, κατά την διάρκεια της κορύφωσης των εχθροπραξιών του Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και έμελλε να γίνει γνωστή στην ιστορία ως η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης, ή, η Ναυμαχία του Skagerak όπως είναι ευρύτερα γνωστή στη Γερμανία.

Η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης αποτελεί την μεγαλύτερη μάχη μεταξύ θωρηκτών που έγινε ποτέ και κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία τακτική γερμανική νίκη, αλλά το αποτέλεσμα αυτό ήταν αμελητέο για τους Γερμανούς επιτελείς καθώς στην ουσία δεν άλλαξε την στρατηγική κατάσταση για τον Hochseeflotte. Για τα υπόλοιπα δύο χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Γερμανικός στόλος παρέμεινε ελλιμενισμένος και κατ’ ουσίαν κλειδωμένος στις βάσεις του επάνω στη Βόρεια Θάλασσα από τον στενό βρετανικό αποκλεισμό. Έτσι τα γερμανικά πλοία επιφανείας περιορίστηκαν σε μικρές και κατά τόπους επιχειρήσεις μόνο στη Βόρεια και τη Βαλτική Θάλασσα και δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν τα εναπομείναντα λίγα πλοία που έμειναν να δραστηριοποιούνται εκτός Ευρώπης.

Εκτός από την Ναυμαχία της Γιουτλάνδης οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν είχαν στην ουσία άλλες σπουδαίες πολεμικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των κύριων μονάδων των στόλων τους. Μερικές συναντήσεις μεταξύ κάποιων μονάδων τους, όπως η ναυμαχία των βαρέων καταδρομικών στο Ντόγγερ Μπανκ και ναυμαχίες της Μοίρας Ανατολικής Ασίας σε Coronell και των νησιών Φώκλαντ ήταν ήσσονος σημασίας για την τελική έκβαση του πολέμου. Έτσι, τα λίγα μικρά εύδρομα και καταδρομικά που απέμειναν να δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού ή του Ινδικού Ωκεανού μπόρεσαν να επιχειρήσουν με κάποια σχετική επιτυχία για ένα μόνο μικρό χρονικό διάστημα, αφού κι αυτά λόγω κυρίως της έλλειψης ανατροφοδότησης και ενισχύσεων από την Ηπειρωτική Γερμανία ήταν απλά μόνο θέμα χρόνου το πότε θα κυνηγηθούν και να καταστραφούν.

Κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου έμελλε να ξεσπάσουν έντονες πολιτικές αναταραχές μεταξύ των πληρωμάτων. Οι ενέργειες αυτές τελικά κατέστησαν τα περισσότερα πλοία μη επιχειρησιακά, κάνοντας σχεδόν αδύνατη την όποια πολεμική δραστηριοποίηση του στόλου ο οποίος παρέμεινε αδρανής να περιμένει την οδυνηρή του μοίρα. Μετά το πέρας του πολέμου τον Νοέμβριο του 1918 συμφωνήθηκε η μεταστάθμευση και ελλιμενισμός σχεδόν του πλήρη στόλου στο Βρετανικό Ναύσταθμο του Scapa Flow έως ότου τον Ιούνιο του 1919 όλα τα πλοία αυτοβυθιστούν από τα ίδια τους τα πληρώματα. Μονάχα λίγα πλοία μπόρεσαν να διασωθούν από την αυτοβύθιση, μερικά ανασύρθηκαν την δεκαετία του 1930 και δόθηκαν για παλιοσίδερα αλλά ακόμα πολλά από τα άλλοτε στολίδια του πολυπληθούς Hochseeflotte του Γερμανού Κάιζερ εξακολουθούν να κείτονται στο πυθμένα των θολών νερών του Scapa Flow μέχρι σήμερα.
 
Ηωάνης Αρκουλής - Αρκολέων

Η πρώτη επαφή των Σοβιετικών με Αεροπλανοφόρο ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Στσέτσιν στις 25 Απριλίου του 1945, γνωστότερο ως Στετίνο στα Ελληνικά, πόλη στη βορειοδυτική Πολωνία σήμερα και συγκεκριμένα στη δυτική Πομερανία, ανακάλυψαν το λείψανο ενός Γερμανικού Αεροπλανοφόρου να κείτεται στα ρηχά νερά του ποταμού Parnitz μόλις τρία χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Επρόκειτο για το Αεροπλανοφόρο του Χίτλερ, το Graf Zeppelin, το οποίο οι υποχωρούντες Γερμανοί είχαν καταφέρει την τελευταία στιγμή να αυτοβυθίσουν ανοίγοντας καταρχήν τις βαλβίδες έρματος και κατά δεύτερον με πρόχειρους εκρηκτικούς μηχανισμούς οι οποίοι όμως επέφεραν το τελικά επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.


Η τύχη του Γερμανικού Αεροπλανοφόρου Graf Zeppelin από εκεί και πέρα σχεδόν χάνεται γιά πολλές πολλές δεκαετίες. Οι ιστορικοί μελετητές διαφωνούν μεταξύ τους για το τι σχετικά απέγινε το μοναδικό Αεροπλανοφόρο του Χίτλερ. Σύμφωνα με τις επικρατούσες απόψεις οι Σοβιετικοί κατάφεραν τελικά να ανασύρουν το σκάφος και να προσπαθήσουν να προβούν στις αναγκαίες επιδιορθώσεις προσκειμένου να διεκδικήσουν την κυριότητά του βάση της Τριπλής Ναυτικής Συμφωνίας περί διαμοιρασμού των Ναυτικών Μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων των Δυνάμεων του Άξονα - που έλαβε μέρος αμέσως μετά το πέρας τις Συνάντησης κορυφής του Πότσδαμ. Όμως, ενώ κατάφεραν να ανασύρουν το σκάφος δεν μπόρεσαν τελικά μέσα στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα που προέβλεπε η συμφωνία να κάνουν τις απαραίτητες επισκευές που απαιτούνταν προκειμένου το πλοίο να είναι αξιόπλοον. Έτσι αυτό χαρακτηρίστηκε κατηγορίας Γ και έπρεπε να βυθιστεί. Εντούτοις οι σοβιετικοί δεν το έβαλαν κάτω. Προσπάθησαν να ρυμουλκήσουν στα κρυφά το Γερμανικό Αεροπλανοφόρο για περαιτέρω έρευνα στο Λένινγκραντ όμως λίγο έξω από το Στσέτσιν το σκάφος προσέκρουσε σε νάρκη και ήταν σχεδόν αδύνατη η υπό αυτή την κατάσταση μεταφορά του. Εν τέλη στις 17 Μαρτίου του 1947 το Ανώτατο Υπουργικό Συμβούλιο της ΕΣΣΔ έδωσε την άδεια να βυθιστεί. Έτσι μεταφέρθηκε κακήν κακώς έξω από το λιμάνι της Swinemunde, πόλη της σημερινής Πολωνίας, όπου έγινε διπλή αποτυχημένη προσπάθεια βύθισής του με εκρηκτικά. Στην συνέχεια έγινε μία πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια να βυθιστεί το σκάφος με τορπιλισμό καθώς η τορπίλα που εξαπολύθηκε από τορπιλοβόλο πλοίο έσκασε πάνω στην κύρια θωράκιση του πλοίου και δεν κατάφερε τελικά να το διαπεράσει. Μετά από λίγο διατάχθηκε και δεύτερος τορπιλισμός, από Αντιτορπιλικό αυτή την φορά, ο οποίος έμελλε να προβεί καίριος και να βυθίσει τελικά το Graf Zeppelin σε μόλις 25 λεπτά της ώρας. Το ναυάγιο του ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, το 2006.

Το περιληπτικό αυτό κείμενο αποτελεί ένα μικρό αφιέρωμα στην ιστορία αμαρτωλή και πλήρως αποτυχημένη προσπάθεια των Σοβιετικών να ενταχθούν επάξια στο παγκόσμιο κάστ των Ναυτικών Δυνάμεων που έχουν στους Στόλους τους Αεροπλανοφόρα. Η Σοβιετική Ένωση, όσο και η διάδοχος της σημερινή Ρωσική Κοινοπολιτεία δεν αξιοποίησαν το αεροπλανοφόρο ως κύρια στρατηγικό ναυτική μονάδα επιφανείας του στόλου τους. Οι λόγοι είναι πολλοί και ποικίλουν ανάλογα με τον ιστορικό μελετητή. Ένας βασικός λόγος ήταν η ανέκαθεν έλλειψη σοβαρής τεχνογνωσίας και ζήλου γενικά στα περί των ναυτικών θεμάτων. Αν και το «Ξανθό Γένος» έλκει τις καταβολές του από τους φοβερούς θαλασσοπόρους του Βορρά Βίκινγκς, εντούτοις, οι όποιες προσπάθειες έγιναν από την εποχή του μέγα Πέτρου να καταστήσουν την Τρίτη Ρώμη θαλασσοκράτειρα έπεσαν στο κενό. Ακόμα μέχρι τις μέρες μας ο γερασμένος πλέον στόλος των Ρώσων δεν αποτελεί σοβαρή απειλή για τους δυτικούς, αν και δω θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα Σοβιετικά και Ρωσικά Πυρηνικά υποβρύχια αποτελούν εξαίρεση. Επίσης το κόστος σχεδίασης, ανάπτυξης, κατασκευής και συντήρησης πλωτών μονάδων του αντίστοιχων των Αμερικανικών αεροπλανοφόρων ήταν κάτι που η πολυπαθής Σοβιετική οικονομία δεν μπορούσε εύκολα να αντεπεξέλθει. Ένας ακόμη λόγος ήταν η έλλειψη ναυτικών βάσεων εκτός Σοβιετικής Ένωσης, όπως και σήμερα εκτός Ρωσίας, κάτι που καθιστούσε ευάλωτα τα Σοβιετικά/Ρωσικά Αεροπλανοφόρα, όπως και η αδυναμία συγκρότησης ενός ικανού στόλου συνοδείας που θα μπορούσε να προστατέψει ουσιαστικά μία τόσο πολύτιμη μονάδα επιφανείας. Αλλά πάνω από όλα ήταν και θέμα νοοτροπίας και προτεραιοτήτων. 

Έπρεπε να περάσουν σχεδόν είκοσι ολάκερα χρόνια μέχρι οι σοβιετικοί να προσπαθήσουν να ρίξουν στην θάλασσα μία μονάδα η οποία θα μπορούσε κάπως να ονομαστεί "Αεροπλανοφόρο". Αυτό δεν ήταν άλλο από το Ελικοπτεροφόρο Moskva (1964–1991) το πρώτο της ομώνυμης κλάσης πλοίων (Moskva class), το έτερο ήταν το Leningrad (1968–1991). Εντούτοις όμως και τα δύο ήταν μόνο κατ’ ευφημισμό Αεροπλανοφόρα καθώς ο σχεδιασμός τους ήταν βασισμένος πάνω σε σκάφος τύπου Βαρέως Καταδρομικού Μάχης. Για αυτήν την Σοβιετική κλάση «Αεροπλανοφόρων» όμως θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο.

 


 

Ηωάνης Αρκουλής - Αρκολεών



Το SMS Blücher ήταν το τελευταίο Θωρακισμένο Καταδρομικό το οποίο κτίστηκε από την Γερμανική Αυτοκρατορία, (το Θρυλικό Ελληνικό Θ/Κ «Γεώργιος Αβέρωφ» ανήκει στην εν λόγω κατηγορία πλοίων). Ήταν σχεδιασμένο σύμφωνα με τον Γερμανικό τρόπο σκέψης έτσι ώστε να συνδυάζει τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του Πολεμικού Ναυτικού του Κάιζερ με τις προδιαγραφές των Βρετανικών αντίστοιχων Καταδρομικών Μάχης Κλάσης Invincible. Το SMS Blücher ήταν φανερά μεγαλύτερο από όλα τα προηγούμενα πλοία του τύπου του και ήταν οπλισμένο με περισσότερα και πιο βαρέα πυροβόλα όπλα. Εντούτοις όμως ήταν υποδεέστερο συνολικά τόσα έναντι των νεότευκτων Βαρέων Καταδρομικών Μάχης με τα οποία οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει τα παλαιότερα Θωρακισμένα Καταδρομικά αλλά όσο και απέναντι των εγχώριων σκαφών τα οποία είχε ήδη καθελκύσει το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό (Kaiserliche Marine)..Το όνομα που δόθηκε στο πλοίο ήταν προς τιμήν του Πρώσου Στρατάρχη Gebhard von Blücher ο οποίος ήταν Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής των Πρωσικών δυνάμεων στη Μάχη του Βατερλό το 1815.
Το SMS Blücher κτίστηκε στα ναυπηγεία Kaiserliche Werft στο Κίελο μεταξύ 1907 και 1909 και εντάχθηκε εν υπηρεσία την 1η Οκτωβρίου 1909. Υπηρέτησε στην Πρώτη (Ι) Ναυτική Διοίκηση Αναγνωριστικών Πλοίων συμπεριλαμβανομένης ακόμα και την περίοδο της πρόωρης έκρηξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πήρε μέρος στην επιχείρηση βορβαδισμού του Yarmouth αλλά και την επιδρομή στο Scarborough, Hartlepool και Whitby το 1914.
Στη Ναυμαχία της Dogger Bank στις 24 Ιανουαρίου 1915, Το SMS Blücher χτυπήθηκε από μαζικά πυρά που δέχθηκε από μοίρα Βρετανικών Καταδρομικών Μάχης υπό τις διαταγές του Αντιναυάρχου David Beatty και επιβραδύνθηκε σημαντικά. Ο Υποναύαρχος Franz von Hipper, Ανώτατος Διοικητής της εν λόγω Γερμανικής Μοίρας, αποφάσισε να εγκαταλείψει SMS Blücher στα χέρια των εχθρικών πλοίων, επιδιώκοντας να σώσει τις υπόλοιπες πιο πολύτιμες μονάδες του οι οποίες αποτελούνταν από Βαρέα Καταδρομικά Μάχης

Τελικά το SMS Blücher βυθίστηκε κάμποση ώρα μετά ύστερα από έναν μπαράζ καταιγιστικών πυρών των Βρετανικών πλοίων, Λίγη ώρα μετά έκαναν την εμφάνισή τους Βρετανικά Αντιτορπιλικά με σκοπό να κάνουν περισυλλογή των όποιων επιζώντων. Ωστόσο, τα αντιτορπιλικά αποσύρθηκαν λίγη ώρα μετά όταν έκανε την εμφάνισή του ένα γερμανικό αερόπλοιο το οποίο και άρχισε να τα βομβαρδίζει εκλαμβάνοντας λανθασμένα την βύθιση του SMS Blücher ώς Βρετανικού Καταδρομικού Μάχης. Ο αριθμός των θυμάτων είναι άγνωστος, με τους αριθμούς να κυμαίνονται από 747 το λιγότερο έως περίπου 1.000. Το SMS Blücher ήταν το μόνο πολεμικό πλοίο έχασε το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια της μάχης την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα στις φωτογραφίες ντοκουμέντο που επισυνάπτονται του εν λόγω μικρού άρθρου φαίνεται η βύθιση του SMS Blücher στο τελευταίο στάδιο της ναυμαχίας της Dogger Bank στις 24 Ιανουαρίου 1915.



    Κύρια Χαρακτηριστικά
    Εκτόπισμα: 17,500 τόνους πλήρες φορτίο
    Συνολικό Μήκος:161,8 μέτρα
    Πλάτος: 24,5 μέτρα
    Βύθισμα: 8,84 μέτρα
    Ταχύτητα: 24,5 κόμβους
    Κύριος Οπλισμός:
  • 12 πυροβόλα των 8.3 in (ιντσών)  σε 6 Δίδυμους Πυργίσκους
  •  8 Πυροβόλα των 5.9 in (ιντσών) 
  • 16 πυροβόλα των 3.46 in (ιντσών) 
  • 4 Τορπιλοσωλήνες των 17.7 in (ιντσών

Εμβέλεια: 6.600 ναυτικά μίλια.

Λόγω της ημέρας το θέμα της σημερινής μου ανάρτησης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την επική, γιά τα δεδομένα της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, ναυμαχία της Έλλης, η οποία έλαβε χώρα σαν σήμερα πριν από 105 ακριβώς χρόνια (3 Δεκεμβρίου 1912 - 3 Δεκεμβρίου 2017). Επική, καθότιν από την ημέρα αυτή και ύστερα το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και ειδικότερα η νεώτερη Ελλάς γίνεται απόλυτος κυρίαρχος του Αιγαίου μας, το οποίο στην ουσία μετατρέπεται σε μία Ελληνική κλειστή θάλασσα, σε συνδυασμό βέβαια και με την επόμενη, επίσης, καθοριστική Ναυμαχία της Λήμνου, 5 Ιανουαρίου 1913.
Τα γεγονότα της εν λόγω ναυμαχίας είναι σε όλους όσους ασχολούνται με την νεότερη Ελληνική ιστορία λίγο πολύ γνωστά. Προσωπικά, σήμερα, θα σταθώ στα ψιλά γράμματα που κρύβονται πίσω από το εν λόγω τόσο ιστορικό και καθοριστικό γεγονός γιά την Χώρα μας. Αυτά, συνοπτικά, έχουν να κάνουν με το αξιόμαχο και το ποιόν των κύριων αντιμαχόμενων πλευρών και ειδικότερα με την ικανότητα της νέας μονάδος του Ελληνικού Στόλου του Θρυλικού μας "Γ. Αβέρωφ" να αντιμετωπίσει, όπως και έπραξε, επιτυχώς τον αντίστοιχο Τουρκικό Στόλο και την συνολική Στρατηγική που ακολουθήθηκε από τον αρχηγό στόλου, τότε, Υποναύαρχο Π. Κουντουριώτη κατά την διάρκεια και των δύο επιτυχών ναυμαχιών γιά τα Ελληνικά όπλα.
Ο τύπος του Αβέρωφ υπήρξε αναμφίβολα ενδιαφέρων και μάλλον υπερείχε των αντιπάλων τουρκικών θωρηκτών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το πλοίο αυτό δεν ήταν αρκετά ισχυρό για μάχη εκ παρατάξεως. Η θωράκισή του ήταν ανάλογη προς τον οπλισμό του. Η μεγάλη του δε ταχύτητα, 24 κόμβοι, συντέλεσε στην ασθενέστερη θωράκισή του. Αν επρόκειτο να έχει απέναντί του πυροβόλα των 30 ή των 36 εκατοστών, που έφεραν τα dreadnought της εποχής, θα ήταν δυνατό να διατρηθεί εύκολα ο θώρακάς του, ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις κατά τις οποίες τα πυροβόλα του δεν θα μπορούσαν καν να βάλουν ή κι αν έβαλαν, η βολή τους δε θα ήταν δραστική (Σκριπ, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1912-1913, σελ. 12).Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπιζε ο Αβέρωφ και από το κύριο πυροβολικό των, πρώην γερμανικών, τουρκικών θωρηκτών Μπαρμπαρός και Τοργκούτ και είναι γεγονός ότι κατά την έναρξη της ναυμαχίας της Έλλης έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια από τα τουρκικά θωρηκτά αξιοποίησης του μεγαλύτερου βεληνεκούς του κύριου οπλισμού των (Ο.π., σελ. 255). Το πώς αντιμετώπισε η ελληνική ναυαρχίδα την τουρκική πρόκληση στη ναυμαχία αυτή είναι γνωστό. Δεν είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η αντιμετώπιση αυτή αποτελούσε την εφαρμογή της Ναυτικής Τακτικής που διδάσκονταν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το ακαδημαϊκό έτος 1910-1911, από τον υποπλοίαρχο Πελοπίδα Τσουκαλά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Τσουκαλάς υποστήριζε ότι αν ο Αβέρωφ ήθελε οπωσδήποτε να ναυμαχήσει θα πρέπει να πλησιάσει «…εις την απόστασιν εις ην η βολήν του θα είναι αποτελεσματική κατά του θώρακος του Τουρκικού. Θα εισέλθη δηλαδή εις την επικίνδυνον δι’ αυτόν ακτίναν του αντιπάλου πριν ή το Τουρκικόν εισέλθη εις την επικίνδυνον ακτίνα του Αβέρωφ. Η μεγάλη επομένως απόστασις είναι μειονεκτική δια τον Αβέρωφ και πρέπει όσο το δυνατόν ταχύτερον να την ελαττώση. Οσονδήποτε παράδοξος κι αν φαίνεται ο τρόπος ούτος, είναι ο μόνος παρουσιάζων πιθανότητας επιτυχίας διότι είναι ο μόνος επιτρέπων την πλεονεκτικήν χρησιμοποίησιν του καλύτερού του πυροβολικού.Όπως συχνότατα συμβαίνει εις τον πόλεμον, η θαραλλέα αυτή λύσις είναι και η φρονιμοτέρα, διότι η έντασις του πυρός είναι πραγματική προστασία. Δια ταύτης παύει το εχθρικόν πυρ, ενώ ο θώραξ εν μέρει μόνον μας προφυλάσσει, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη παντού. Προφανώς η υπεροχή του πυροβολικού του Αβέρωφ δεν θα θέσει στιγμιαίως εκτός μάχης τα πυροβόλα του Τουρκικού, από σχετικώς όμως μικράς αποστάσεως τα πλείστα των βλημάτων του θα είναι επιτυχή και θα παραγάγουν το αποτέλεσμα δρακός άμμου ήν δέχεται είς εις το πρόσωπον. Οι Τούρκοι σκοπευταί θα εκθαμβωθώσι και η βολή των θα γίνει αβεβαία, πριν ή προφθάσουν να αναλάβουν την ψυχραιμίαν των, το πυρ θα έχει επιτελέσει το έργον του. Ούτω η υπεροχή του πυρός θα γίνεται έτι μάλλον και μάλλον καταφανής δια να επιφέρει την ολοτελή διακοπήν του εχθρικού πυρός… Δια την ειδικήν περίπτωσιν του Αβέρωφ, υπάρχει εις επιπλέον σοβαρός λόγος εκλογής μικρών αποστάσεων, ο οπλισμός του δια πυροβόλων των 19 εκατοστών άτινα μόνον από μικράς αποστάσεως δύνανται να έχωσι αποτελεσματική βολήν κατά πλοίου ισχυρώς τεθωρακισμένου.» (Τσουκαλάς, Π., Μαθήματα Ναυτικής Τακτικής (Σχολή Ναυτικών Δοκίμων: Πειραιάς, 1910-1911), σελ. 128-129). Ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του υπέρ μιας εξαιρετικά επιθετικής χρήσης του πυροβολικού του Αβέρωφ ο Τσουκαλάς προέτρεψε εμφαντικά τον μέλλοντα ηγέτη του Πολεμικού Ναυτικού με τα ακόλουθα λόγια «Ας σημειώσωμεν επίσης ότι η εμφάνιση ναυτικής τινός προσωπικότητας εσημειώθη πάντοτε από τις σμικρότερες των αποστάσεων. Ο λόγος είναι απλούς. Ο επιθυμών να κερδίσει ριψοκινδυνεύει (Ο.π., σελ. 129).
Πιθανότατα επηρεασμένος από την επιχειρηματολογία του Τσουκαλά ο Κουντουριώτης, που είχε άλλωστε διατελέσει διοικητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, λίγους μόλις μήνες πριν την έκδοση του εγχειριδίου του Τσουκαλά (Μεζιβίρης, Γ., Τέσσαρες Δεκαετηρίδες εις την Υπηρεσία του Βασιλικού Ναυτικού, (Αθήνα, 1971), σελ. 4), την ακολούθησε πιστά στην ναυμαχία της Έλλης αποσπώντας τον Αβέρωφ από τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο και καταδιώκοντας μόνος του τον αντίπαλο στόλο από εξαιρετικά μικρές αποστάσεις, μέχρι τον επανάπλου του τελευταίου πίσω από τα Στενά, στο ασφαλές ορμητήριο του Ναγαρά. Ο εξαιρετικά ριψοκίνδυνος χαρακτήρας της καταδίωξης του τουρκικού στόλου από τον Αβέρωφ στη ναυμαχία αυτή και η σχετική αντίδραση που γεννήθηκε στην Αθήνα, οδήγησε τον Κουντουριώτη στο να χειριστεί συντηρητικότερα τον Αβέρωφ κατά τη ναυμαχία της Λήμνου, τηρώντας μεγάλες σχετικά αποστάσεις από τον αντίπαλο. Και στη δεύτερη ναυμαχία η ελληνική ναυαρχίδα εξανάγκασε τον τουρκικό στόλο να υποχωρήσει με μεγάλες ζημιές, εκτελώντας μαιάνδρους εκατέρωθεν της τουρκικής γραμμής ούτως ώστε οι πύργοι και των δύο πλευρών του να έχουν τομέα βολής. Η έκταση όμως των ζημιών που προκάλεσε στον αντίπαλο, στη ναυμαχία της Λήμνου, δεν πήρε ολοκληρωτικές διαστάσεις λόγω της μειωμένης ρηκτικής ικανότητας των βλημάτων του Αβέρωφ, απόρροια της μεγάλης απόστασης που το χώριζε από τα αντίπαλα πλοία.
Ο Κουντουριώτης- κουβαλώντας τη βαριά κληρονομιά των προγόνων του- υπήρξε από εκείνους τους εκλεκτούς του τόπου μας, άξιος απόγονος της ιστορικής οικογένειας των Κουντουριώτηδων, που με τις πράξεις του κατόρθωσε να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές τις έννοιες του σεβασμού, του καθήκοντος και του χρέους τιμής προς την πατρίδα. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί- και δικαίως- αν ο Κουντουριώτης διακατέχονταν από προγονολατρία εξαιτίας της ταύτισης του «εγώ» του με τις προγονικές καταβολές του. Νομίζω, ότι δεν θα βρισκόταν κάποιος να διαφωνήσει εύκολα μαζί του.Ο θαυμασμός και η απόδοση τιμών στους προγόνους του («…τους λάτρευε σαν άγιους») υπήρξαν από τις βασικές συνιστώσες του χαρακτήρα του.Ο ίδιος, όμως, δεν είχε εμμονές ούτε και ήταν προσκολλημένος σε στρεβλή λατρεία προς αυτούς, ούτε παρασύρθηκε από τη «δόξα» τους, ακριβώς γιατί δεν «έπασχε» από προγονοπληξία ούτε από φυλετικό ελιτισμό και εθνικιστική μανία.

Λίγες στιγμές αφότου ξεκίνησε η «ναυμαχία της Έλλης», ο ναύαρχος αισθάνθηκε να φτερουγίζει μέσα του όλο το πολεμικό του μένος, όλη η άτρομη ορμή και η γενναιότητα του εφαρμόζοντας όσα είχε προσχεδιάσει στις οδηγίες της μάχης ύψωσε επί του “Αβέρωφ” το διακριτικό διεθνές ναυτικό σύμβολο “Ζ”- που από τότε έμεινε ιστορικό- με το οποίο καθιστούσε την κίνησή του ανεξάρτητη από τα άλλα πλοία του Στόλου, αύξησε την ταχύτητα της ναυαρχίδας στα είκοσι μίλια και όρμησε ακάθεκτος με συγκλίνουσα πορεία προς τον εχθρό:
«Είδα εκείνη την ώρα…είδα σαν όραμα επάνω στους δύο κάβους των στενών τον πάππο μου και τον Μιαούλη να μου κάμουν νόημα και να με καλούν... Έλα!».
Τιμή και δόξα λοιπόν σε όλους εκείνους που σαν σήμερα χάρισαν την πολυπόθητη λευτεριά στο καταγάλανο Ελληνικό Αιγαίο μας!

Ηωάνης Αρκουλής [Αρκολέων]
French Armored cruiser Dupuy de Lôme 1890
Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων το Γαλλικό Ναυτικό υπέστη σημαντικές και συντριπτικές ήττες στον κατά θάλασσα αγώνα του από το αντίστοιχο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικού οι οποίες, ως φάνηκαν εκ του αποτελέσματος, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της τελικής έκβασης του πολέμου εις βάρος του Γάλλου Αυτοκράτορα και σπουδαίου Στρατηλάτη Ναπολέων του Α'. Γιά αυτό το λόγο στη συνέχεια έψαξε τρόπους για να αντιμετωπίσει καίρια αυτήν την κατωτερότητα του. Αρχικά στράφηκε στην χρήση της νέας τεχνολογίας που προσέφερε η δύναμη του ατμού θεωρώντας ότι η παραγωγή πολεμικών πλοίων με την χρήση της ατμοπροώθησης και με την επίστρωση επιχρωμιωμένου σιδήρου στα νέα του πλωτά σκάφη θα μπορούσε να το εξισώσουν με το μεγάλο του ανταγωνιστή της Γηραιάς Αλβιώνας μέσω της φιλοσοφίας «ποιότητα πάνω από την ποσότητα». εντούτοις όμως το Βρετανικό Ναυτικό δεν έμεινε άπραγο.

Πολύ σύντομα όμως η Βρετανική ναυπηγική βιομηχανία κατασκεύασε και αυτή με τη σειρά της πλοία με τις ίδιες ιδιότητες και με πολύ ταχύτερο ρυθμό μάλιστα, οδηγώντας τους Γάλλους σε αδιέξοδο τούνελ. Όμως κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, οι αξιωματικοί της λεγόμενης Jeune Ecole επινόησαν μια στρατηγική που ονομάζεται Guerre de Course, σύμφωνα με την οποία ο καλύτερος τρόπος γιά να νικήσουν τη Μεγάλη Βρετανία στον κατά θάλασσα αγώνα θα ήταν να μπορούσε το Γαλλικό Ναυτικό να καταστρέψει τον εμπορικό της στόλο των Βρετανών απομονώνοντας έτσι τα βρετανικά νησιά από το εμπόριο και από τους πόρους των αποικιών του. Ως αποτέλεσμα λοιπόν, η Γαλλία άρχισε να χτίζει μια σειρά ισχυρών πλοίων ανοικτής θάλασσας τα κατά αρχής αποκαλούμενα "Εμπορικούς Επιδρομείς" "Commerce Raiders", α οποία όφειλαν να είναι αρκετά γρήγορα έτσι ώστε να μπορούν να αποφεύγουν τα τα θωρηκτά της εποχής, αλλά οπλισμένα με δυνατά πυροβόλα όπλα και ισχυρή θωράκιση για να μπορούν να ξεπερνούν τα κρουαζιερόπλοια και τα μικρότερα σκάφη της εποχής.

Το πλοίο λοιπόν που βλέπετε στην φωτογραφία είναι το "Dupuy de Lome" και ήταν το πρώτο της εν λόγω σειράς πολεμικών σκαφών που ακόμα πλέουν στις ανά τον κόσμο θάλασσες και Ωκεανούς.
Ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία του Brest, με ημερομηνία έναρξης εργασιών την 4 Ιουλίου 1888, καθελκύστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1890 και εντάχθηκε τελικά σε υπηρεσία στις 15 Μαΐου 1895. Ήταν εκτοπίσματος 6301 τόνων και συνολικού μήκους 113 μέτρων και η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει ήταν 20 κόμβους (ο αρχικός σχεδιασμός ήταν γιά 23 κόμβους ανά ώρα) Ο κύριος οπλισμός του ήταν δύο πυροβόλα των 7,6" ιντσών τοποθετημένα σε δύο πύργους στο πρωραίο μέρος του σκάφους και έξη πυροβόλα των 6,3 ιντσών σε έξη πύργους τοποθετημένους περιμετρικά και στο πρυμναίο μέρος του σκάφους.

Η εν λόγω φωτογραφία πάρθηκε κατά την διάρκεια των τελικών εργασιών κατασκευής του στο Brest το 1890.

Αυτή τη νέα γενιά πολεμικών πλοίων ονομάστηκαν τελικά "Θωρακισμένα Καταδρομικά". "Armored Cruisers", και ένα από αυτά έμελλε να κατακτήσει και τις δικές μας θάλασσες αρκετά χρόνια μετά και έφερε το όνομα "Θ/Κ Γεώργιος Αβέρωφ". Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να λεχθούν γιά τον εν λόγω Αβραάμ των ανά τον κόσμο Θωρακισμένων Καταδρομικών αλλά η ιστορία του δεν έμελλε να αποβεί και τόσο λαμπρή καθώς η τεχνολογία κατασκευής τουμ και σχεδιασμού του κυρίως, ξεπεράστηκε ραγδαία. Γιά αυτό πουλήθηκε το 1912 στο Περού, μετονομάζοντας το σε "Commandante Aguirre" γιά να μετατραπεί τελικά σε φορτηγό πλοίο το 1918 μέχρι την οριστική απόσυρση και διάλυσή του το 1923.

Ηωάνης Αρκουλής [Αρκολεών]





Κατά τα μέσα του 1939 και μόλις λίγο πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και καθώς ο Δικτάτορας Φράνκο της Ισπανίας διέβλεπε το διαφαινόμενο στον ορίζοντα ξέσπασμα των πολεμικών εχθροπραξιών εξήγγειλε ένα φιλόδοξο σχέδιο ανασυγκρότησης και σύστασης ενός μοντέρνου Ναυτικού Πολεμικού Στόλου Ανοικτής Θάλασσας.
Στην καρδιά του εν λόγω φιλόδοξου σχεδιασμού - κυρίως λόγω των οικονομικών δυσκολιών που διέρχονταν η Ισπανική Οικονομία λόγω του αιματηρού τετραετούς εμφύλιου πολέμου που μόλις είχε ολοκληρωθεί - περιλαμβανόταν η ναυπήγηση τεσσάρων Θωρηκτών τα οποία θα ακολουθούσαν μια τροποποιημένη γραμμή βασισμένη πάνω στα σχέδια των Ιταλικών Θωρηκτών κλάσης Littorio αλλά με πολύ πιο ενισχυμένη θωράκιση προς χάριν της ταχύτητος. Ο αρχικός σχεδιασμός περιελάμβανε 9 πυροβόλα των 15" ιντσών και 24 δευτερεύοντα πυροβόλα των 4,72 ιντσών τοποθετημένα σε ζεύγη. Η τελική ταχύτητα υπολογιζόταν στους 26 κόμβους αλλά το σκεπτικό των Ισπανών σχεδιαστών ήταν να την αυξήσουν ακόμη περισσότερο εις βάρος της θωράκισης του σκάφους.

Τελικά το πρόωρο ξέσπασμα του πολέμου ανέβαλε τους σχεδιασμούς του Ισπανού δικτάτορα γιά να ακυρωθεί το εν λόγω σχέδιο πριν το τέλος των εχθροπραξιών.

Στην φώτο βλέπουμε το αρχικό σχέδιο του πρώτο Ισπανικού Θωρηκτού!

Το Γαλλικό Arromanches (R95), (πρώην HMS Colossus) ως Ελικοπτεροφόρο πλέον, να επισκέπτεται το νησί της Νάξου πιθανότατα στις 23 Αυγούστου του 1973 (Φωτογραφία: Ρεμούνδος Μιχάλης)
Το HMS Colossus ήταν ένα ελαφρό αεροπλανοφόρο συνοδείας του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού το οποίο κατασκευάστηκε από την Vickers-Armstrong, Elswick, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται την 1η Ιουνίου 1942, καθελκύστηκε την 30 Σεπτεμβρίου του 1943 και τελικά εντάχθηκε στην υπηρεσία στις 16 Δεκεμβρίου του 1944. Δυστυχώς αν και εντάχθηκε στον Βρετανικό στόλο του Ειρηνικού δεν πρόλαβε να δει δράση κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών του Πολέμου του Ειρηνικού ο οποίος επικεντρώθηκε σε εχθροπραξίες μεταξύ των συνασπισμένων δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου ενάντια στις δυνάμεις της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας (1941-1945). Ήταν το επικεφαλής πλοίο της ομώνυμης σειράς ελαφρών αεροπλανοφόρων συνοδείας της κλάσης Colossus η οποία αρχικά σχεδιάστηκε να περιλαμβάνει δεκαέξι (16) συνολικά πλοία απ' τα οποία τελικά καθελκύστηκαν και αποπερατώθηκαν μόνο τα 8 ενώ τα υπόλοιπα δεν HMS Colossus, HMS Glory, HMS Venerable, και HMS Vengeance μπόρεσαν να πλεύσουν στον ωκεανό πριν σιγήσουν τα κανόνια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου. Εν τέλη παραχωρήθηκε υπό την μορφή δανεισμού στο νεοσύστατο μεταπολεμικό Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό όπου και του δόθηκε η ονομασία Arromanches (R95).
Σχέδιο HMS Colossus


Το Arromanches (R95) εντάχθηκε στο στόλο του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού το καλοκαίρι του 1946. Τελικά αγοράστηκε από το Γαλλικό Ναυτικό κατά το έτος 1951 και υπηρέτησε σε αυτό μέχρι το 1974. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πλοία της εν λόγω ομώνυμης κλάσης βρισκόταν εν υπηρεσία ακόμη και μέχρι τα τέλη του 2001, όπως το HMS Vengeance, το υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό της Βραζιλίας (Marinha do Brasil) ως Minas Gerais μέχρι που στάλθηκε γιά παλιοσίδερα το 2004, αφού είχε γίνει προηγουμένως μια αποτυχημένη προσπάθεια να πουληθεί μέσω διαδικτύου.

Επιστρέφοντας στο Arromanches (R95) θα πρέπει να πούμε ότι κατά την υπηρεσία του στα Γαλλικό Ναυτικό είδε δύο ανακατασκευές και τροποποιήσεις. Η πρώτη έγινε το 1957-58 όπου υπέστη τροποποιήσεις σχετιζόμενες κυρίως στον κατά ανθυποβρυχιακό πόλεμο και η δεύτερη το 1968 όπου και μετετράπη σε Ελικοπτεροφόρο.

Στην υπηρεσία του Γαλλικού Ναυτικού είδε αρκετή πολεμική δράση. Συμμετείχε στον Πρώτο Πόλεμο της Ινδοκίνας (1946-1954), επέστρεψε στην Γαλλία το 1949 γιά να ολοκληρωθεί η εξαγορά του από την Γαλλική κυβέρνηση γιά να ξαναγυρίσει στο θέατρο των επιχειρήσεων το 1953-54. Το 1956 το Arromanches συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Ανατολικής Μεσογείου και έλαβε ενεργά μέρος στην Κρίση του Σουέζ. συγκεκριμένα στις 3 Νοεμβρίου του 1956 18 F4U Corsairs από το Arromanches και το La Fayette βομβάρδισαν Αιγυπτιακά αεροδρόμια γύρω από το Κάϊρο.

Μετά την μετατροπή του ως Ελικοπτεροφόρο το 1968 έφερε 24 ελικόπτερα αλλά τελικά έμελλε να
τελειώσει την καριέρα του ως εκπαιδευτικό πλοίο. Τελικά το Arromanches παροπλίστηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1974 και εστάλη στο διαλυτήριο το 1978.

Γενικά Χαρακτηριστικά και Κατασκευαστικά στοιχεία

Εκτόπισμα : 13 600 Τόνους
Συνολικό Μήκος: 212 m
Μέγιστο πλάτος καταστρώματος: 24.4 m
Βύθισμα: 7.2 m
Προώθηση: 4 Ατμοστρόβιλοι
Μέγιστη Ταχύτητα : 25 κόμβους(46 km/h)
Μέγιστη Ακτίνα Δράσης: 12,000 Ναυτικά Μίλια (nmi) (22,000 km)
Πλήρωμα: 1,300 άτομα
Αεροσκάφη: 48

Αφορμή γιά το εν λόγω άρθράκι στάθηκε η ανωτέρω φωτογραφία όπου δείχνει το Γαλλικό Arromanches (R95), ως Ελικοπτεροφόρο πλέον, να επισκέπτεται το νησί της Νάξου στις 23 Αυγούστου (;) του 1973. 

Το Γαλλικό Arromanches σε βίντεο του Βρετανικού Pathe κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων του πολέμου της Ινδοκίνας






Ένα κείμενο του Ηωάνη Αρκουλή [Αρκολέων]