Top News


Απόσπασμα από το βιβλίο του Roger Crowley " Οι αυτοκρατορίες των Θαλασσών" 

1544 μ.Χ


Ο αυτοκρατορικός στόλος που είχε παραχωρήσει ο Σουλεϊμάν στον Μπαρμπαρόσα -120 γαλέρες και εφεδρικά ιστιοφόρα- σά­ρωσαν τη δυτική ακτή της Ιταλίας με αμείωτη ορμή. Οι παράκτιες οχυρώσεις του Καρόλου δεν μπορούσαν να αποκρούσουν έναν τό­σο βαριά οπλισμένο και ευκίνητο εχθρό. Και μόνο στο άκουσμα της εμφάνισης του, ο λαός το έβαζε στα πόδια. Άδεια χωριά γίνο­νταν καμένη γη. Κάποιες φορές οι εισβολείς ακολουθούσαν τον τρομαγμένο πληθυσμό για αρκετά χιλιόμετρα μέσα στην ενδοχώ­ρα. Όταν κατέφευγαν σε κάποιο ασφαλές παραθαλάσσιο οχυρό, οι καπετάνιοι γύριζαν τις γαλέρες τους με την πρύμνη προς την ακτή και τίναζαν στον αέρα τα τείχη ή έσερναν τα κανόνια τους στην ακτή και ξεκινούσαν μια μεγάλη πολιορκία που διαρκούσε όσο χρειαζό­ταν. Δε φοβούνταν την αντεπίθεση. Κι αυτό γιατί οι απομονωμένοι πύργοι φρουρούνταν μόνο από μερικά μικρά αποσπάσματα Ισπα­νών στρατιώτου. Στα ανοιχτά ο ανιψιός του Ντόρια, ο Τζανέτο, πα­ρακολουθούσε το στόλο με τις είκοσι πέντε γαλέρες του, αλλά ανα­γκάστηκε να γυρίσει γρήγορα στη Νάπολη, μιας και δεν υπήρχαν ενδείξεις μάχης.

Μέρα με τη μέρα ο Μοράν παρακολουθούσε το στόλο επί το έρ­γον. Ενα εύφλεκτο μείγμα τζιχάντ, αυτοκρατορικού πολέμου, λαφυραγώγησης και μοχθηρής εκδίκησης πυροδοτούσε τη βίαιη συ­μπεριφορά του. Έγινε μάρτυρας ενός εκτεταμένου εξανδραποδι­σμού. Μετά από κάθε επίθεση ατέλειωτες ουρές από άνδρες, γυναί­κες και παιδιά οδηγούνταν αλυσοδεμένοι στην ακτή, όπου ρίχνο­νταν στους εξίσου μεγάλους κινδύνους της θάλασσας. Κάποιες φορές τα παραλιακά χωριά προσπαθούσαν να ανταλλάξουν μέρος του πληθυσμού τους σε ένα απάνθρωπο παζάρι. Ο Πορ'Ερκόλ πρόσφερε ογδόντα άτομα της επιλογής του Μπαρμπαρόσα, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση τριάντα άλλων ατόμων. Ο Μπαρμπαρόσα δέχτηκε την προσφορά, αλλά έκαψε το χωριό τους. Μόνο ένα σπίτι έμεινε όρθιο. Η οχύρωση καταστράφηκε, ως συνήθως. Όταν βρή­καν έρημο το Τζίγλιο, το ισοπέδωσαν, αλλά το κάστρο αντιστάθηκε και αναγκάστηκαν να το υποδουλώσουν και να το καταστρέψουν. Οι 632 χριστιανοί που παραδόθηκαν πωλήθηκαν σκλάβοι, αλλά οι ηγέτες τους και οι ιερείς αποκεφαλίστηκαν ενώπιον του Μπαρμπα­ρόσα, για να κάμψουν κάθε πιθανή αντίσταση. Ήταν ένας προμε­λετημένος και αποτελεσματικός τρόπος εκφοβισμού. «Είναι απί­στευτο», δηλώνει ο Μοράν, «το πώς και μόνο μια αναφορά στους Τούρκους τρομάζει και τρομοκρατεί τόσο πολύ τους χριστιανούς, ώστε τους κάνει να χάνουν όχι μόνο τη δύναμη τους αλλά και την ευ­στροφία τους». Ο Μπαρμπαρόσα χρησιμοποίησε την πρωτοφανή αγριότητα του Τζένγκις Χαν.

Κάποια από αυτά τα αντίποινα ήταν πράξεις προσωπικής εκδί­κησης, οι οποίες είχαν αποδέκτες ακόμα και νεκρούς. Όταν έβαλε στο μάτι την παραλιακή πόλη Ταλαμόνε, ξέθαψε από τον τάφο του τον Μπαρτολομέ Περέτι (Ιταλός κουρσάρος) , ο οποίος είχε πεθάνει πρόσφατα, τον ξε­κοίλιασε τελετουργικά, τον κομμάτιασε και τον έκαψε στην κεντρι­κή πλατεία, μαζί με τις σορούς των αξκοματούχων και των υπηρετών του. Όταν έφυγε, στον αέρα υπήρχε ακόμα η μυρωδιά καμένης σάρ­κας. Ο τρομοκρατημένος πληθυσμός σύρθηκε έξω από την κρυψώ­να του σοκαρισμένος και αηδιασμένος. Αυτά ήταν τα αντίποινα για την επίθεση του Περέτι στη γενέτειρα του Μπαρμπαρόσα, το νησί της Λέσβου, τον προηγούμενο χρόνο, κατά την οποία καταστράφη­κε το πατρικό του σπίτι.

Οι Οθωμανοί συνέχισαν το ταξίδι τους. Ο στόλος έκαψε αρκετά χωριά στο νησί Ίσκια και πήρε μαζί του 2.000 σκλάβους. Η Νάπο­λη έτρεμε πίσω από τα παράκτια πυροβόλα της, καθώς ο στόλος περνούσε από μπροστά της σαν μαύρο φτερό που σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ακόμα πιο νότια, το Σαλέρνο σώθηκε ως εκ θαύματος. Οι γαλέρες άρχισαν να πλησιάζουν όταν έπεσε το σκοτάδι, τόσο πολύ, ώστε ο Μοράν μπορούσε να δει τα φώτα στα παράθυρα τους, όμως τότε «ο ελεήμων Θεός» παρενέβη. Μια ξαφνική θύελλα σηκώθηκε και «η θάλασσα φούσκωσε τόσο πολύ από τα νοτιοδυτικά και μια πυκνή μαυρίλα απλώθηκε, με αποτέλεσμα οι γαλέρες να μην μπο­ρούν να διακρίνουν η μία την άλλη. Εκείνη τη στιγμή άνοιξαν οι ου­ρανοί και άρχισε να βρέχει με μανία». Οι χριστιανοί σκλάβοι, κουλουριασμένοι στο εκτεθειμένο κατάστρωμα σαν «πνιγμένες πά­πιες», ξυλοκοπήθηκαν άγρια. Μια γαλιότα, γεμάτη αιχμαλώτους, βυθίστηκε από την καταιγίδα: «Πνίγηκαν όλοι εκτός από κάποιους Τούρκους, που γλίτωσαν κολυμπώντας».


Η αντοχή του αηδιασμένου γαλλικού στρατεύματος ξεπέρασε τα όριά της στο Λίπαρι, το μεγαλύτερο από τα ηφαιστειακά νησιά απέναντι στις ακτές της Σικελίας. Οι Λιπαριότες είχαν ειδοποιηθεί για το στόλο που πλησίαζε. Ενίσχυσαν την άμυνα τους, αλλά δε φυ­γάδευσαν τις γυναίκες και τα παιδιά, οπότε βρήκαν καταφύγιο στα καλά προετοιμασμένα τους φρούρια. Ο Χαϊρεντίν αποβίβασε στο νησί 5.000 άνδρες και 16 κανόνια, και προετοιμάστηκε για μια πα­ρατεταμένη πολιορκία. Όταν άρχισε να καταστρέφει τα πάντα, οι υπερασπιστές προσπάθησαν να διαπραγματευτούν. Οταν του πρό­σφεραν 15.000 δουκάτα, εκείνος ζήτησε 30.000 δουκάτα και 400 παιδιά. Τελικά πίστεψαν ότι είχαν κλείσει μια συμφωνία που προέ­βλεπε την καταβολή συγκεκριμένου ποσού για κάθε άνθρωπο. Πα­ρέδωσαν τα κλειδιά του κάστρου, αλλά, έτσι κι αλλιώς, εκείνος έπια­σε όλο τον πληθυσμό αιχμάλωτο, εκτός από τις πιο πλούσιες οικο­γένειες, οι οποίες πλήρωσαν υπέρογκα ποσά ως λύτρα για την ελευ­θερία τους. Οι απλοί άνθρωποι εμφανίστηκαν ένας προς έναν ενώ­πιον του ανελέητου πασά. Οι ηλικιωμένοι και οι ανάπηροι αφέθη­καν ελεύθεροι, αφού πρώτα ξυλοκοπήθηκαν με ραβδιά. Οι υπόλοι­ποι αλυσοδέθηκαν και οδηγήθηκαν στο λιμάνι τους. Μερικοί από τους πιο ηλικιωμένους είχαν βρει καταφύγιο στον καθεδρικό ναό. Οι κουρσάροι τούς έπιασαν, τους έγδυσαν και τους έκοψαν στα δύο ζωντανούς, «με απίστευτο μίσος». Ο Μοράν αδυνατούσε να κα­τανοήσει αυτές τις πράξεις. «Όταν ρωτήσαμε αυτούς τους Τούρκους γιατί συμπεριφέρονταν τόσο απάνθρωπα στους δύσμοιρους χριστια­νούς, εκείνοι απάντησαν ότι αυτή η συμπεριφορά ήταν πολύ αποτελεσματική. Αυτή ήταν και η μοναδική απάντηση που πήραμε ποτέ». Ο Μοραν δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε γιατί ο Θεός επέτρεπε αυτές τΐς συμφορές. Το μόνο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ότι ο Θεός τούς τιμωρούσε, στην περίπτωση των Λιπαριωτών, επειδή υπήρχε η άποψη ότι «επιδίδονταν συχνά στο σοδομισμό».

Βαθιά συγκλονισμένος, ο Γάλλος εξαγόρασε μερικούς αιχμα­λώτους με δικά τους έξοδα και είδε τους υπόλοιπους να οδηγού­νται μακριά, ενώ οι «αξιοθρήνητοι Λιπαριοτες εγκατέλειπαν την πόλη τους με δάκρυα, στεναγμούς και λυγμούς, και οδηγούνταν στη σκλαβιά. Πατεράδες που κοίταζαν τους γιους τους και μάνες τις κόρες τους δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα στα λυπη­μένα μάτια τους». Ο Κάρολος στην Τύνιδα, ο Χαϊρεντίν στο Λίπα­ρι: ο αγώνας για τη Μεσόγειο είχε μετατραπεί σε έναν πόλεμο ενα­ντίον των αμάχων. Το κάστρο, ο καθεδρικός, οι τάφοι και τα σπί­τια, όλα λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Το Λίπαρι ήταν πια ένα ερεί­πιο που έβγαζε καπνούς. Όταν ο Μπαρμπαρόσα συμφώνησε μιαν ανακωχή και προσφέρθηκε να πωλήσει τους νέους αιχμαλώτους του κάπου κοντά στη Σικελία, οι γαλλικές γαλέρες βρήκαν κάποιες δικαιολογίες και συνέχισαν μόνες τους το ταξίδι.

Το καλοκαίρι του 1544 ο Μπαρμπαρόσα συνέλαβε περίπου 6.000 αιχμαλώπους από τις ιταλικές ακτές και την ευρύτερη θαλάσσια πε­ριοχή. Στο δρόμο της επιστροφής, τα πλοία ήταν τόσο φορτωμένα με ανθρώπους, που το πλήρωμα έριξε εκατοντάδες από τους πιο αδύναμους αιχμαλώτους στη θάλασσα.

Ο Μπαρμπαρόσα μπήκε στο λιμάνι θριαμβευτής, υπό τους ήχους κανονιοβολισμών και με λα­μπερές φωτιές στον νυχτερινό Κεράτιο Κόλπο. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στην ακτή για να παρακολουθήσει από κοντά τη θριαμ­βευτική επιστροφή του «βασιλιά της θάλασσας». Αυτή ήταν η τε­λευταία μεγάλη εκστρατεία του. Το καλοκαίρι του 1546, σε ηλικία ογδόντα ετών, πέθανε σε πυρετώδη κατάσταση μέσα στο παλάτι του στην Κωνσταντινούπολη. Το πένθος ήταν παγκόσμιο. Η σορός του τοποθετήθηκε σε μαυσωλείο στις ακτές του Βοσπόρου, το οποίο έγινε υποχρεωτικός τόπος προσκυνήματος για όλες τις θαλάσσιες αποστολές που αναχωρούσαν από εκεί, «οι οποίες το χαιρετούσαν με κανονιοβολισμούς και πυρά μουσκέτων και του απέδιδαν τιμές αντάξιες αγίου».

Μετά από τόσες δεκαετίες τρόμου οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι «ο βασιλιάς του κακού» ήταν πια παρελθόν. Ήταν τόσο τρομαχτικές οι προλήψεις που δημιουργήθηκαν γύρω από το όνομα του, ώστε ο θρύλος επέμενε ότι έβγαινε από τον τάφο του και περπατούσε μαζί με τους ζωντανούς. Απ' ό,τι φαίνεται, έπρεπε να επιστρατευτεί ένας Έλληνας μάγος για να λύσει το πρόβλημα: έθαψε ένα μαύρο σκύλο στον τάφο του, ο οποίος γαλήνεψε το ανήσυχο πνεύμα και το οδήγησε πίσω στον Άδη.

Όσο για την επίγεια ζωή, ο Μπαρμπαρόσα συνέχισε να τρομοκρατεί αδιάκοπα τις χριστιανικές ακτές. Μια νέα γενιά κουρσάρων καπετάνιων ακολούθησαν τα βήματά του. Ο πιο σπουδαίος από αυτούς, ο Τουργκούτ -Ντραγκούτ, για τους χριστιανούς- ο οποίος είχε γεννηθεί στις ακτές της Ανατολίας, θα έκανε μια καριέρα αντάξια του μέντορά του, ξεκινώντας από το ελεύθερο πλιάτσικο στις ακτές του Μαγκρέμπ και την πολεμική εμπειρία της Πρέβεζας, έως την εικοσάχρονη αυτοκρατορική του θητεία υπό τις διαταγές του Σουλεϊμάν από το 1546 και έπειτα. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν ένας δράκος που είχε δείξει τα τρομερά του δόντια στη θάλασσα.






HOCHSEEFLOTTE: Ο ΣΤΟΛΟΣ ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΪΖΕΡ

Στα χρόνια που μεσολάβησαν πριν την έναρξη του αιματηρού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγάλο πρόγραμμα ενίσχυσης του Στόλου Πλοίων Επιφανείας της με κύριο στόχο την οικοδόμηση και μεγέθυνση του Πολεμικού της Ναυτικού - του Hochseeflotte (Στόλος Ανοικτών Θαλασσών) - σε μέγεθος σχεδόν τόσο ισχυρό όσο το και φημισμένο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε την πιο ισχυρή ναυτική δύναμη παγκοσμίως. Αν και οι αρχικοί λόγοι τους οποίους επικαλούνταν οι Γερμανοί Επιτελείς για τη δημιουργία ενός στόλου τέτοιων τεράστιων διατάσεων ήταν η προστασία του συνεχώς διογκούμενου γερμανικού εξωτερικού εμπορίου, ένα μάθημα το οποίο οι Γερμανοί το είχαν διδαχθεί πολύ καλά και μάλιστα με το πιο οδυνηρό τρόπο σε αρκετές περιπτώσεις κατά την διάρκεια των πολέμων κατά της Δανίας κατά τον 19ο αιώνα, αποδείχθηκε πως το βαθύτερο σκεπτικό τους ήταν η κατά μέτωπο αντιπαράθεση με το Βασιλικό Ναυτικό σε μία στρατηγικής σημασίας ναυτική σύγκρουση, εάν ήταν δυνατόν στον, κατά όλα τα φαινόμενα, επερχόμενο πόλεμο. 
 
Αυτές οι ιδέες ξεκίνησαν να ψηφίζονται στα τέλη του 1890 με τον Tirpitz και άλλους επιτελείς. Από τότε η Γερμανία ενεπλάκη σε μια σειρά γεγονότων , στις νήσους Σαμόα με τους Αμερικανούς, στο Μαρόκο με τους Γάλλους. Μέχρι και σχέδια αποκλεισμού της Αμερικής είχαν τεθεί στο τραπέζι. Πολύ σημαντικό με τον Α'ΠΠ, το 1890 η Γερμανία είχε πάρει τον έλεγχο της Ελιγολανδης στη Βόρεια Θάλασσα , έναντι της Ζανζιβάρης που έγινε προτεκτοράτο των Βρετανών.

Τελικά η ευκαιρία αυτή για μία ενιαία αποφασιστική ναυμαχία μεταξύ του Hochseeflotte και του Βασιλικού Ναυτικού πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1916, κατά την διάρκεια της κορύφωσης των εχθροπραξιών του Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και έμελλε να γίνει γνωστή στην ιστορία ως η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης, ή, η Ναυμαχία του Skagerak όπως είναι ευρύτερα γνωστή στη Γερμανία.

Η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης αποτελεί την μεγαλύτερη μάχη μεταξύ θωρηκτών που έγινε ποτέ και κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία τακτική γερμανική νίκη, αλλά το αποτέλεσμα αυτό ήταν αμελητέο για τους Γερμανούς επιτελείς καθώς στην ουσία δεν άλλαξε την στρατηγική κατάσταση για τον Hochseeflotte. Για τα υπόλοιπα δύο χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Γερμανικός στόλος παρέμεινε ελλιμενισμένος και κατ’ ουσίαν κλειδωμένος στις βάσεις του επάνω στη Βόρεια Θάλασσα από τον στενό βρετανικό αποκλεισμό. Έτσι τα γερμανικά πλοία επιφανείας περιορίστηκαν σε μικρές και κατά τόπους επιχειρήσεις μόνο στη Βόρεια και τη Βαλτική Θάλασσα και δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν τα εναπομείναντα λίγα πλοία που έμειναν να δραστηριοποιούνται εκτός Ευρώπης.

Εκτός από την Ναυμαχία της Γιουτλάνδης οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν είχαν στην ουσία άλλες σπουδαίες πολεμικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των κύριων μονάδων των στόλων τους. Μερικές συναντήσεις μεταξύ κάποιων μονάδων τους, όπως η ναυμαχία των βαρέων καταδρομικών στο Ντόγγερ Μπανκ και ναυμαχίες της Μοίρας Ανατολικής Ασίας σε Coronell και των νησιών Φώκλαντ ήταν ήσσονος σημασίας για την τελική έκβαση του πολέμου. Έτσι, τα λίγα μικρά εύδρομα και καταδρομικά που απέμειναν να δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού ή του Ινδικού Ωκεανού μπόρεσαν να επιχειρήσουν με κάποια σχετική επιτυχία για ένα μόνο μικρό χρονικό διάστημα, αφού κι αυτά λόγω κυρίως της έλλειψης ανατροφοδότησης και ενισχύσεων από την Ηπειρωτική Γερμανία ήταν απλά μόνο θέμα χρόνου το πότε θα κυνηγηθούν και να καταστραφούν.

Κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου έμελλε να ξεσπάσουν έντονες πολιτικές αναταραχές μεταξύ των πληρωμάτων. Οι ενέργειες αυτές τελικά κατέστησαν τα περισσότερα πλοία μη επιχειρησιακά, κάνοντας σχεδόν αδύνατη την όποια πολεμική δραστηριοποίηση του στόλου ο οποίος παρέμεινε αδρανής να περιμένει την οδυνηρή του μοίρα. Μετά το πέρας του πολέμου τον Νοέμβριο του 1918 συμφωνήθηκε η μεταστάθμευση και ελλιμενισμός σχεδόν του πλήρη στόλου στο Βρετανικό Ναύσταθμο του Scapa Flow έως ότου τον Ιούνιο του 1919 όλα τα πλοία αυτοβυθιστούν από τα ίδια τους τα πληρώματα. Μονάχα λίγα πλοία μπόρεσαν να διασωθούν από την αυτοβύθιση, μερικά ανασύρθηκαν την δεκαετία του 1930 και δόθηκαν για παλιοσίδερα αλλά ακόμα πολλά από τα άλλοτε στολίδια του πολυπληθούς Hochseeflotte του Γερμανού Κάιζερ εξακολουθούν να κείτονται στο πυθμένα των θολών νερών του Scapa Flow μέχρι σήμερα.
 
Ηωάνης Αρκουλής - Αρκολέων

Η πρώτη επαφή των Σοβιετικών με Αεροπλανοφόρο ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Στσέτσιν στις 25 Απριλίου του 1945, γνωστότερο ως Στετίνο στα Ελληνικά, πόλη στη βορειοδυτική Πολωνία σήμερα και συγκεκριμένα στη δυτική Πομερανία, ανακάλυψαν το λείψανο ενός Γερμανικού Αεροπλανοφόρου να κείτεται στα ρηχά νερά του ποταμού Parnitz μόλις τρία χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Επρόκειτο για το Αεροπλανοφόρο του Χίτλερ, το Graf Zeppelin, το οποίο οι υποχωρούντες Γερμανοί είχαν καταφέρει την τελευταία στιγμή να αυτοβυθίσουν ανοίγοντας καταρχήν τις βαλβίδες έρματος και κατά δεύτερον με πρόχειρους εκρηκτικούς μηχανισμούς οι οποίοι όμως επέφεραν το τελικά επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.


Η τύχη του Γερμανικού Αεροπλανοφόρου Graf Zeppelin από εκεί και πέρα σχεδόν χάνεται γιά πολλές πολλές δεκαετίες. Οι ιστορικοί μελετητές διαφωνούν μεταξύ τους για το τι σχετικά απέγινε το μοναδικό Αεροπλανοφόρο του Χίτλερ. Σύμφωνα με τις επικρατούσες απόψεις οι Σοβιετικοί κατάφεραν τελικά να ανασύρουν το σκάφος και να προσπαθήσουν να προβούν στις αναγκαίες επιδιορθώσεις προσκειμένου να διεκδικήσουν την κυριότητά του βάση της Τριπλής Ναυτικής Συμφωνίας περί διαμοιρασμού των Ναυτικών Μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων των Δυνάμεων του Άξονα - που έλαβε μέρος αμέσως μετά το πέρας τις Συνάντησης κορυφής του Πότσδαμ. Όμως, ενώ κατάφεραν να ανασύρουν το σκάφος δεν μπόρεσαν τελικά μέσα στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα που προέβλεπε η συμφωνία να κάνουν τις απαραίτητες επισκευές που απαιτούνταν προκειμένου το πλοίο να είναι αξιόπλοον. Έτσι αυτό χαρακτηρίστηκε κατηγορίας Γ και έπρεπε να βυθιστεί. Εντούτοις οι σοβιετικοί δεν το έβαλαν κάτω. Προσπάθησαν να ρυμουλκήσουν στα κρυφά το Γερμανικό Αεροπλανοφόρο για περαιτέρω έρευνα στο Λένινγκραντ όμως λίγο έξω από το Στσέτσιν το σκάφος προσέκρουσε σε νάρκη και ήταν σχεδόν αδύνατη η υπό αυτή την κατάσταση μεταφορά του. Εν τέλη στις 17 Μαρτίου του 1947 το Ανώτατο Υπουργικό Συμβούλιο της ΕΣΣΔ έδωσε την άδεια να βυθιστεί. Έτσι μεταφέρθηκε κακήν κακώς έξω από το λιμάνι της Swinemunde, πόλη της σημερινής Πολωνίας, όπου έγινε διπλή αποτυχημένη προσπάθεια βύθισής του με εκρηκτικά. Στην συνέχεια έγινε μία πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια να βυθιστεί το σκάφος με τορπιλισμό καθώς η τορπίλα που εξαπολύθηκε από τορπιλοβόλο πλοίο έσκασε πάνω στην κύρια θωράκιση του πλοίου και δεν κατάφερε τελικά να το διαπεράσει. Μετά από λίγο διατάχθηκε και δεύτερος τορπιλισμός, από Αντιτορπιλικό αυτή την φορά, ο οποίος έμελλε να προβεί καίριος και να βυθίσει τελικά το Graf Zeppelin σε μόλις 25 λεπτά της ώρας. Το ναυάγιο του ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, το 2006.

Το περιληπτικό αυτό κείμενο αποτελεί ένα μικρό αφιέρωμα στην ιστορία αμαρτωλή και πλήρως αποτυχημένη προσπάθεια των Σοβιετικών να ενταχθούν επάξια στο παγκόσμιο κάστ των Ναυτικών Δυνάμεων που έχουν στους Στόλους τους Αεροπλανοφόρα. Η Σοβιετική Ένωση, όσο και η διάδοχος της σημερινή Ρωσική Κοινοπολιτεία δεν αξιοποίησαν το αεροπλανοφόρο ως κύρια στρατηγικό ναυτική μονάδα επιφανείας του στόλου τους. Οι λόγοι είναι πολλοί και ποικίλουν ανάλογα με τον ιστορικό μελετητή. Ένας βασικός λόγος ήταν η ανέκαθεν έλλειψη σοβαρής τεχνογνωσίας και ζήλου γενικά στα περί των ναυτικών θεμάτων. Αν και το «Ξανθό Γένος» έλκει τις καταβολές του από τους φοβερούς θαλασσοπόρους του Βορρά Βίκινγκς, εντούτοις, οι όποιες προσπάθειες έγιναν από την εποχή του μέγα Πέτρου να καταστήσουν την Τρίτη Ρώμη θαλασσοκράτειρα έπεσαν στο κενό. Ακόμα μέχρι τις μέρες μας ο γερασμένος πλέον στόλος των Ρώσων δεν αποτελεί σοβαρή απειλή για τους δυτικούς, αν και δω θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα Σοβιετικά και Ρωσικά Πυρηνικά υποβρύχια αποτελούν εξαίρεση. Επίσης το κόστος σχεδίασης, ανάπτυξης, κατασκευής και συντήρησης πλωτών μονάδων του αντίστοιχων των Αμερικανικών αεροπλανοφόρων ήταν κάτι που η πολυπαθής Σοβιετική οικονομία δεν μπορούσε εύκολα να αντεπεξέλθει. Ένας ακόμη λόγος ήταν η έλλειψη ναυτικών βάσεων εκτός Σοβιετικής Ένωσης, όπως και σήμερα εκτός Ρωσίας, κάτι που καθιστούσε ευάλωτα τα Σοβιετικά/Ρωσικά Αεροπλανοφόρα, όπως και η αδυναμία συγκρότησης ενός ικανού στόλου συνοδείας που θα μπορούσε να προστατέψει ουσιαστικά μία τόσο πολύτιμη μονάδα επιφανείας. Αλλά πάνω από όλα ήταν και θέμα νοοτροπίας και προτεραιοτήτων. 

Έπρεπε να περάσουν σχεδόν είκοσι ολάκερα χρόνια μέχρι οι σοβιετικοί να προσπαθήσουν να ρίξουν στην θάλασσα μία μονάδα η οποία θα μπορούσε κάπως να ονομαστεί "Αεροπλανοφόρο". Αυτό δεν ήταν άλλο από το Ελικοπτεροφόρο Moskva (1964–1991) το πρώτο της ομώνυμης κλάσης πλοίων (Moskva class), το έτερο ήταν το Leningrad (1968–1991). Εντούτοις όμως και τα δύο ήταν μόνο κατ’ ευφημισμό Αεροπλανοφόρα καθώς ο σχεδιασμός τους ήταν βασισμένος πάνω σε σκάφος τύπου Βαρέως Καταδρομικού Μάχης. Για αυτήν την Σοβιετική κλάση «Αεροπλανοφόρων» όμως θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο.

 


 

Ηωάνης Αρκουλής - Αρκολεών



Το SMS Blücher ήταν το τελευταίο Θωρακισμένο Καταδρομικό το οποίο κτίστηκε από την Γερμανική Αυτοκρατορία, (το Θρυλικό Ελληνικό Θ/Κ «Γεώργιος Αβέρωφ» ανήκει στην εν λόγω κατηγορία πλοίων). Ήταν σχεδιασμένο σύμφωνα με τον Γερμανικό τρόπο σκέψης έτσι ώστε να συνδυάζει τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του Πολεμικού Ναυτικού του Κάιζερ με τις προδιαγραφές των Βρετανικών αντίστοιχων Καταδρομικών Μάχης Κλάσης Invincible. Το SMS Blücher ήταν φανερά μεγαλύτερο από όλα τα προηγούμενα πλοία του τύπου του και ήταν οπλισμένο με περισσότερα και πιο βαρέα πυροβόλα όπλα. Εντούτοις όμως ήταν υποδεέστερο συνολικά τόσα έναντι των νεότευκτων Βαρέων Καταδρομικών Μάχης με τα οποία οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει τα παλαιότερα Θωρακισμένα Καταδρομικά αλλά όσο και απέναντι των εγχώριων σκαφών τα οποία είχε ήδη καθελκύσει το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό (Kaiserliche Marine)..Το όνομα που δόθηκε στο πλοίο ήταν προς τιμήν του Πρώσου Στρατάρχη Gebhard von Blücher ο οποίος ήταν Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής των Πρωσικών δυνάμεων στη Μάχη του Βατερλό το 1815.
Το SMS Blücher κτίστηκε στα ναυπηγεία Kaiserliche Werft στο Κίελο μεταξύ 1907 και 1909 και εντάχθηκε εν υπηρεσία την 1η Οκτωβρίου 1909. Υπηρέτησε στην Πρώτη (Ι) Ναυτική Διοίκηση Αναγνωριστικών Πλοίων συμπεριλαμβανομένης ακόμα και την περίοδο της πρόωρης έκρηξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πήρε μέρος στην επιχείρηση βορβαδισμού του Yarmouth αλλά και την επιδρομή στο Scarborough, Hartlepool και Whitby το 1914.
Στη Ναυμαχία της Dogger Bank στις 24 Ιανουαρίου 1915, Το SMS Blücher χτυπήθηκε από μαζικά πυρά που δέχθηκε από μοίρα Βρετανικών Καταδρομικών Μάχης υπό τις διαταγές του Αντιναυάρχου David Beatty και επιβραδύνθηκε σημαντικά. Ο Υποναύαρχος Franz von Hipper, Ανώτατος Διοικητής της εν λόγω Γερμανικής Μοίρας, αποφάσισε να εγκαταλείψει SMS Blücher στα χέρια των εχθρικών πλοίων, επιδιώκοντας να σώσει τις υπόλοιπες πιο πολύτιμες μονάδες του οι οποίες αποτελούνταν από Βαρέα Καταδρομικά Μάχης

Τελικά το SMS Blücher βυθίστηκε κάμποση ώρα μετά ύστερα από έναν μπαράζ καταιγιστικών πυρών των Βρετανικών πλοίων, Λίγη ώρα μετά έκαναν την εμφάνισή τους Βρετανικά Αντιτορπιλικά με σκοπό να κάνουν περισυλλογή των όποιων επιζώντων. Ωστόσο, τα αντιτορπιλικά αποσύρθηκαν λίγη ώρα μετά όταν έκανε την εμφάνισή του ένα γερμανικό αερόπλοιο το οποίο και άρχισε να τα βομβαρδίζει εκλαμβάνοντας λανθασμένα την βύθιση του SMS Blücher ώς Βρετανικού Καταδρομικού Μάχης. Ο αριθμός των θυμάτων είναι άγνωστος, με τους αριθμούς να κυμαίνονται από 747 το λιγότερο έως περίπου 1.000. Το SMS Blücher ήταν το μόνο πολεμικό πλοίο έχασε το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια της μάχης την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα στις φωτογραφίες ντοκουμέντο που επισυνάπτονται του εν λόγω μικρού άρθρου φαίνεται η βύθιση του SMS Blücher στο τελευταίο στάδιο της ναυμαχίας της Dogger Bank στις 24 Ιανουαρίου 1915.



    Κύρια Χαρακτηριστικά
    Εκτόπισμα: 17,500 τόνους πλήρες φορτίο
    Συνολικό Μήκος:161,8 μέτρα
    Πλάτος: 24,5 μέτρα
    Βύθισμα: 8,84 μέτρα
    Ταχύτητα: 24,5 κόμβους
    Κύριος Οπλισμός:
  • 12 πυροβόλα των 8.3 in (ιντσών)  σε 6 Δίδυμους Πυργίσκους
  •  8 Πυροβόλα των 5.9 in (ιντσών) 
  • 16 πυροβόλα των 3.46 in (ιντσών) 
  • 4 Τορπιλοσωλήνες των 17.7 in (ιντσών

Εμβέλεια: 6.600 ναυτικά μίλια.

Λόγω της ημέρας το θέμα της σημερινής μου ανάρτησης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την επική, γιά τα δεδομένα της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, ναυμαχία της Έλλης, η οποία έλαβε χώρα σαν σήμερα πριν από 105 ακριβώς χρόνια (3 Δεκεμβρίου 1912 - 3 Δεκεμβρίου 2017). Επική, καθότιν από την ημέρα αυτή και ύστερα το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και ειδικότερα η νεώτερη Ελλάς γίνεται απόλυτος κυρίαρχος του Αιγαίου μας, το οποίο στην ουσία μετατρέπεται σε μία Ελληνική κλειστή θάλασσα, σε συνδυασμό βέβαια και με την επόμενη, επίσης, καθοριστική Ναυμαχία της Λήμνου, 5 Ιανουαρίου 1913.
Τα γεγονότα της εν λόγω ναυμαχίας είναι σε όλους όσους ασχολούνται με την νεότερη Ελληνική ιστορία λίγο πολύ γνωστά. Προσωπικά, σήμερα, θα σταθώ στα ψιλά γράμματα που κρύβονται πίσω από το εν λόγω τόσο ιστορικό και καθοριστικό γεγονός γιά την Χώρα μας. Αυτά, συνοπτικά, έχουν να κάνουν με το αξιόμαχο και το ποιόν των κύριων αντιμαχόμενων πλευρών και ειδικότερα με την ικανότητα της νέας μονάδος του Ελληνικού Στόλου του Θρυλικού μας "Γ. Αβέρωφ" να αντιμετωπίσει, όπως και έπραξε, επιτυχώς τον αντίστοιχο Τουρκικό Στόλο και την συνολική Στρατηγική που ακολουθήθηκε από τον αρχηγό στόλου, τότε, Υποναύαρχο Π. Κουντουριώτη κατά την διάρκεια και των δύο επιτυχών ναυμαχιών γιά τα Ελληνικά όπλα.
Ο τύπος του Αβέρωφ υπήρξε αναμφίβολα ενδιαφέρων και μάλλον υπερείχε των αντιπάλων τουρκικών θωρηκτών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το πλοίο αυτό δεν ήταν αρκετά ισχυρό για μάχη εκ παρατάξεως. Η θωράκισή του ήταν ανάλογη προς τον οπλισμό του. Η μεγάλη του δε ταχύτητα, 24 κόμβοι, συντέλεσε στην ασθενέστερη θωράκισή του. Αν επρόκειτο να έχει απέναντί του πυροβόλα των 30 ή των 36 εκατοστών, που έφεραν τα dreadnought της εποχής, θα ήταν δυνατό να διατρηθεί εύκολα ο θώρακάς του, ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις κατά τις οποίες τα πυροβόλα του δεν θα μπορούσαν καν να βάλουν ή κι αν έβαλαν, η βολή τους δε θα ήταν δραστική (Σκριπ, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1912-1913, σελ. 12).Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπιζε ο Αβέρωφ και από το κύριο πυροβολικό των, πρώην γερμανικών, τουρκικών θωρηκτών Μπαρμπαρός και Τοργκούτ και είναι γεγονός ότι κατά την έναρξη της ναυμαχίας της Έλλης έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια από τα τουρκικά θωρηκτά αξιοποίησης του μεγαλύτερου βεληνεκούς του κύριου οπλισμού των (Ο.π., σελ. 255). Το πώς αντιμετώπισε η ελληνική ναυαρχίδα την τουρκική πρόκληση στη ναυμαχία αυτή είναι γνωστό. Δεν είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η αντιμετώπιση αυτή αποτελούσε την εφαρμογή της Ναυτικής Τακτικής που διδάσκονταν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το ακαδημαϊκό έτος 1910-1911, από τον υποπλοίαρχο Πελοπίδα Τσουκαλά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Τσουκαλάς υποστήριζε ότι αν ο Αβέρωφ ήθελε οπωσδήποτε να ναυμαχήσει θα πρέπει να πλησιάσει «…εις την απόστασιν εις ην η βολήν του θα είναι αποτελεσματική κατά του θώρακος του Τουρκικού. Θα εισέλθη δηλαδή εις την επικίνδυνον δι’ αυτόν ακτίναν του αντιπάλου πριν ή το Τουρκικόν εισέλθη εις την επικίνδυνον ακτίνα του Αβέρωφ. Η μεγάλη επομένως απόστασις είναι μειονεκτική δια τον Αβέρωφ και πρέπει όσο το δυνατόν ταχύτερον να την ελαττώση. Οσονδήποτε παράδοξος κι αν φαίνεται ο τρόπος ούτος, είναι ο μόνος παρουσιάζων πιθανότητας επιτυχίας διότι είναι ο μόνος επιτρέπων την πλεονεκτικήν χρησιμοποίησιν του καλύτερού του πυροβολικού.Όπως συχνότατα συμβαίνει εις τον πόλεμον, η θαραλλέα αυτή λύσις είναι και η φρονιμοτέρα, διότι η έντασις του πυρός είναι πραγματική προστασία. Δια ταύτης παύει το εχθρικόν πυρ, ενώ ο θώραξ εν μέρει μόνον μας προφυλάσσει, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη παντού. Προφανώς η υπεροχή του πυροβολικού του Αβέρωφ δεν θα θέσει στιγμιαίως εκτός μάχης τα πυροβόλα του Τουρκικού, από σχετικώς όμως μικράς αποστάσεως τα πλείστα των βλημάτων του θα είναι επιτυχή και θα παραγάγουν το αποτέλεσμα δρακός άμμου ήν δέχεται είς εις το πρόσωπον. Οι Τούρκοι σκοπευταί θα εκθαμβωθώσι και η βολή των θα γίνει αβεβαία, πριν ή προφθάσουν να αναλάβουν την ψυχραιμίαν των, το πυρ θα έχει επιτελέσει το έργον του. Ούτω η υπεροχή του πυρός θα γίνεται έτι μάλλον και μάλλον καταφανής δια να επιφέρει την ολοτελή διακοπήν του εχθρικού πυρός… Δια την ειδικήν περίπτωσιν του Αβέρωφ, υπάρχει εις επιπλέον σοβαρός λόγος εκλογής μικρών αποστάσεων, ο οπλισμός του δια πυροβόλων των 19 εκατοστών άτινα μόνον από μικράς αποστάσεως δύνανται να έχωσι αποτελεσματική βολήν κατά πλοίου ισχυρώς τεθωρακισμένου.» (Τσουκαλάς, Π., Μαθήματα Ναυτικής Τακτικής (Σχολή Ναυτικών Δοκίμων: Πειραιάς, 1910-1911), σελ. 128-129). Ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του υπέρ μιας εξαιρετικά επιθετικής χρήσης του πυροβολικού του Αβέρωφ ο Τσουκαλάς προέτρεψε εμφαντικά τον μέλλοντα ηγέτη του Πολεμικού Ναυτικού με τα ακόλουθα λόγια «Ας σημειώσωμεν επίσης ότι η εμφάνιση ναυτικής τινός προσωπικότητας εσημειώθη πάντοτε από τις σμικρότερες των αποστάσεων. Ο λόγος είναι απλούς. Ο επιθυμών να κερδίσει ριψοκινδυνεύει (Ο.π., σελ. 129).
Πιθανότατα επηρεασμένος από την επιχειρηματολογία του Τσουκαλά ο Κουντουριώτης, που είχε άλλωστε διατελέσει διοικητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, λίγους μόλις μήνες πριν την έκδοση του εγχειριδίου του Τσουκαλά (Μεζιβίρης, Γ., Τέσσαρες Δεκαετηρίδες εις την Υπηρεσία του Βασιλικού Ναυτικού, (Αθήνα, 1971), σελ. 4), την ακολούθησε πιστά στην ναυμαχία της Έλλης αποσπώντας τον Αβέρωφ από τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο και καταδιώκοντας μόνος του τον αντίπαλο στόλο από εξαιρετικά μικρές αποστάσεις, μέχρι τον επανάπλου του τελευταίου πίσω από τα Στενά, στο ασφαλές ορμητήριο του Ναγαρά. Ο εξαιρετικά ριψοκίνδυνος χαρακτήρας της καταδίωξης του τουρκικού στόλου από τον Αβέρωφ στη ναυμαχία αυτή και η σχετική αντίδραση που γεννήθηκε στην Αθήνα, οδήγησε τον Κουντουριώτη στο να χειριστεί συντηρητικότερα τον Αβέρωφ κατά τη ναυμαχία της Λήμνου, τηρώντας μεγάλες σχετικά αποστάσεις από τον αντίπαλο. Και στη δεύτερη ναυμαχία η ελληνική ναυαρχίδα εξανάγκασε τον τουρκικό στόλο να υποχωρήσει με μεγάλες ζημιές, εκτελώντας μαιάνδρους εκατέρωθεν της τουρκικής γραμμής ούτως ώστε οι πύργοι και των δύο πλευρών του να έχουν τομέα βολής. Η έκταση όμως των ζημιών που προκάλεσε στον αντίπαλο, στη ναυμαχία της Λήμνου, δεν πήρε ολοκληρωτικές διαστάσεις λόγω της μειωμένης ρηκτικής ικανότητας των βλημάτων του Αβέρωφ, απόρροια της μεγάλης απόστασης που το χώριζε από τα αντίπαλα πλοία.
Ο Κουντουριώτης- κουβαλώντας τη βαριά κληρονομιά των προγόνων του- υπήρξε από εκείνους τους εκλεκτούς του τόπου μας, άξιος απόγονος της ιστορικής οικογένειας των Κουντουριώτηδων, που με τις πράξεις του κατόρθωσε να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές τις έννοιες του σεβασμού, του καθήκοντος και του χρέους τιμής προς την πατρίδα. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί- και δικαίως- αν ο Κουντουριώτης διακατέχονταν από προγονολατρία εξαιτίας της ταύτισης του «εγώ» του με τις προγονικές καταβολές του. Νομίζω, ότι δεν θα βρισκόταν κάποιος να διαφωνήσει εύκολα μαζί του.Ο θαυμασμός και η απόδοση τιμών στους προγόνους του («…τους λάτρευε σαν άγιους») υπήρξαν από τις βασικές συνιστώσες του χαρακτήρα του.Ο ίδιος, όμως, δεν είχε εμμονές ούτε και ήταν προσκολλημένος σε στρεβλή λατρεία προς αυτούς, ούτε παρασύρθηκε από τη «δόξα» τους, ακριβώς γιατί δεν «έπασχε» από προγονοπληξία ούτε από φυλετικό ελιτισμό και εθνικιστική μανία.

Λίγες στιγμές αφότου ξεκίνησε η «ναυμαχία της Έλλης», ο ναύαρχος αισθάνθηκε να φτερουγίζει μέσα του όλο το πολεμικό του μένος, όλη η άτρομη ορμή και η γενναιότητα του εφαρμόζοντας όσα είχε προσχεδιάσει στις οδηγίες της μάχης ύψωσε επί του “Αβέρωφ” το διακριτικό διεθνές ναυτικό σύμβολο “Ζ”- που από τότε έμεινε ιστορικό- με το οποίο καθιστούσε την κίνησή του ανεξάρτητη από τα άλλα πλοία του Στόλου, αύξησε την ταχύτητα της ναυαρχίδας στα είκοσι μίλια και όρμησε ακάθεκτος με συγκλίνουσα πορεία προς τον εχθρό:
«Είδα εκείνη την ώρα…είδα σαν όραμα επάνω στους δύο κάβους των στενών τον πάππο μου και τον Μιαούλη να μου κάμουν νόημα και να με καλούν... Έλα!».
Τιμή και δόξα λοιπόν σε όλους εκείνους που σαν σήμερα χάρισαν την πολυπόθητη λευτεριά στο καταγάλανο Ελληνικό Αιγαίο μας!

Ηωάνης Αρκουλής [Αρκολέων]
French Armored cruiser Dupuy de Lôme 1890
Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων το Γαλλικό Ναυτικό υπέστη σημαντικές και συντριπτικές ήττες στον κατά θάλασσα αγώνα του από το αντίστοιχο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικού οι οποίες, ως φάνηκαν εκ του αποτελέσματος, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της τελικής έκβασης του πολέμου εις βάρος του Γάλλου Αυτοκράτορα και σπουδαίου Στρατηλάτη Ναπολέων του Α'. Γιά αυτό το λόγο στη συνέχεια έψαξε τρόπους για να αντιμετωπίσει καίρια αυτήν την κατωτερότητα του. Αρχικά στράφηκε στην χρήση της νέας τεχνολογίας που προσέφερε η δύναμη του ατμού θεωρώντας ότι η παραγωγή πολεμικών πλοίων με την χρήση της ατμοπροώθησης και με την επίστρωση επιχρωμιωμένου σιδήρου στα νέα του πλωτά σκάφη θα μπορούσε να το εξισώσουν με το μεγάλο του ανταγωνιστή της Γηραιάς Αλβιώνας μέσω της φιλοσοφίας «ποιότητα πάνω από την ποσότητα». εντούτοις όμως το Βρετανικό Ναυτικό δεν έμεινε άπραγο.

Πολύ σύντομα όμως η Βρετανική ναυπηγική βιομηχανία κατασκεύασε και αυτή με τη σειρά της πλοία με τις ίδιες ιδιότητες και με πολύ ταχύτερο ρυθμό μάλιστα, οδηγώντας τους Γάλλους σε αδιέξοδο τούνελ. Όμως κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, οι αξιωματικοί της λεγόμενης Jeune Ecole επινόησαν μια στρατηγική που ονομάζεται Guerre de Course, σύμφωνα με την οποία ο καλύτερος τρόπος γιά να νικήσουν τη Μεγάλη Βρετανία στον κατά θάλασσα αγώνα θα ήταν να μπορούσε το Γαλλικό Ναυτικό να καταστρέψει τον εμπορικό της στόλο των Βρετανών απομονώνοντας έτσι τα βρετανικά νησιά από το εμπόριο και από τους πόρους των αποικιών του. Ως αποτέλεσμα λοιπόν, η Γαλλία άρχισε να χτίζει μια σειρά ισχυρών πλοίων ανοικτής θάλασσας τα κατά αρχής αποκαλούμενα "Εμπορικούς Επιδρομείς" "Commerce Raiders", α οποία όφειλαν να είναι αρκετά γρήγορα έτσι ώστε να μπορούν να αποφεύγουν τα τα θωρηκτά της εποχής, αλλά οπλισμένα με δυνατά πυροβόλα όπλα και ισχυρή θωράκιση για να μπορούν να ξεπερνούν τα κρουαζιερόπλοια και τα μικρότερα σκάφη της εποχής.

Το πλοίο λοιπόν που βλέπετε στην φωτογραφία είναι το "Dupuy de Lome" και ήταν το πρώτο της εν λόγω σειράς πολεμικών σκαφών που ακόμα πλέουν στις ανά τον κόσμο θάλασσες και Ωκεανούς.
Ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία του Brest, με ημερομηνία έναρξης εργασιών την 4 Ιουλίου 1888, καθελκύστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1890 και εντάχθηκε τελικά σε υπηρεσία στις 15 Μαΐου 1895. Ήταν εκτοπίσματος 6301 τόνων και συνολικού μήκους 113 μέτρων και η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει ήταν 20 κόμβους (ο αρχικός σχεδιασμός ήταν γιά 23 κόμβους ανά ώρα) Ο κύριος οπλισμός του ήταν δύο πυροβόλα των 7,6" ιντσών τοποθετημένα σε δύο πύργους στο πρωραίο μέρος του σκάφους και έξη πυροβόλα των 6,3 ιντσών σε έξη πύργους τοποθετημένους περιμετρικά και στο πρυμναίο μέρος του σκάφους.

Η εν λόγω φωτογραφία πάρθηκε κατά την διάρκεια των τελικών εργασιών κατασκευής του στο Brest το 1890.

Αυτή τη νέα γενιά πολεμικών πλοίων ονομάστηκαν τελικά "Θωρακισμένα Καταδρομικά". "Armored Cruisers", και ένα από αυτά έμελλε να κατακτήσει και τις δικές μας θάλασσες αρκετά χρόνια μετά και έφερε το όνομα "Θ/Κ Γεώργιος Αβέρωφ". Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να λεχθούν γιά τον εν λόγω Αβραάμ των ανά τον κόσμο Θωρακισμένων Καταδρομικών αλλά η ιστορία του δεν έμελλε να αποβεί και τόσο λαμπρή καθώς η τεχνολογία κατασκευής τουμ και σχεδιασμού του κυρίως, ξεπεράστηκε ραγδαία. Γιά αυτό πουλήθηκε το 1912 στο Περού, μετονομάζοντας το σε "Commandante Aguirre" γιά να μετατραπεί τελικά σε φορτηγό πλοίο το 1918 μέχρι την οριστική απόσυρση και διάλυσή του το 1923.

Ηωάνης Αρκουλής [Αρκολεών]