Απόσπασμα από το βιβλίο του Roger Crowley " Οι αυτοκρατορίες των Θαλασσών"
1544 μ.Χ
Ο αυτοκρατορικός στόλος που είχε παραχωρήσει ο Σουλεϊμάν στον Μπαρμπαρόσα -120 γαλέρες και εφεδρικά ιστιοφόρα- σάρωσαν τη δυτική ακτή της Ιταλίας με αμείωτη ορμή. Οι παράκτιες οχυρώσεις του Καρόλου δεν μπορούσαν να αποκρούσουν έναν τόσο βαριά οπλισμένο και ευκίνητο εχθρό. Και μόνο στο άκουσμα της εμφάνισης του, ο λαός το έβαζε στα πόδια. Άδεια χωριά γίνονταν καμένη γη. Κάποιες φορές οι εισβολείς ακολουθούσαν τον τρομαγμένο πληθυσμό για αρκετά χιλιόμετρα μέσα στην ενδοχώρα. Όταν κατέφευγαν σε κάποιο ασφαλές παραθαλάσσιο οχυρό, οι καπετάνιοι γύριζαν τις γαλέρες τους με την πρύμνη προς την ακτή και τίναζαν στον αέρα τα τείχη ή έσερναν τα κανόνια τους στην ακτή και ξεκινούσαν μια μεγάλη πολιορκία που διαρκούσε όσο χρειαζόταν. Δε φοβούνταν την αντεπίθεση. Κι αυτό γιατί οι απομονωμένοι πύργοι φρουρούνταν μόνο από μερικά μικρά αποσπάσματα Ισπανών στρατιώτου. Στα ανοιχτά ο ανιψιός του Ντόρια, ο Τζανέτο, παρακολουθούσε το στόλο με τις είκοσι πέντε γαλέρες του, αλλά αναγκάστηκε να γυρίσει γρήγορα στη Νάπολη, μιας και δεν υπήρχαν ενδείξεις μάχης.
Μέρα με τη μέρα ο Μοράν παρακολουθούσε το στόλο επί το έργον. Ενα εύφλεκτο μείγμα τζιχάντ, αυτοκρατορικού πολέμου, λαφυραγώγησης και μοχθηρής εκδίκησης πυροδοτούσε τη βίαιη συμπεριφορά του. Έγινε μάρτυρας ενός εκτεταμένου εξανδραποδισμού. Μετά από κάθε επίθεση ατέλειωτες ουρές από άνδρες, γυναίκες και παιδιά οδηγούνταν αλυσοδεμένοι στην ακτή, όπου ρίχνονταν στους εξίσου μεγάλους κινδύνους της θάλασσας. Κάποιες φορές τα παραλιακά χωριά προσπαθούσαν να ανταλλάξουν μέρος του πληθυσμού τους σε ένα απάνθρωπο παζάρι. Ο Πορ'Ερκόλ πρόσφερε ογδόντα άτομα της επιλογής του Μπαρμπαρόσα, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση τριάντα άλλων ατόμων. Ο Μπαρμπαρόσα δέχτηκε την προσφορά, αλλά έκαψε το χωριό τους. Μόνο ένα σπίτι έμεινε όρθιο. Η οχύρωση καταστράφηκε, ως συνήθως. Όταν βρήκαν έρημο το Τζίγλιο, το ισοπέδωσαν, αλλά το κάστρο αντιστάθηκε και αναγκάστηκαν να το υποδουλώσουν και να το καταστρέψουν. Οι 632 χριστιανοί που παραδόθηκαν πωλήθηκαν σκλάβοι, αλλά οι ηγέτες τους και οι ιερείς αποκεφαλίστηκαν ενώπιον του Μπαρμπαρόσα, για να κάμψουν κάθε πιθανή αντίσταση. Ήταν ένας προμελετημένος και αποτελεσματικός τρόπος εκφοβισμού. «Είναι απίστευτο», δηλώνει ο Μοράν, «το πώς και μόνο μια αναφορά στους Τούρκους τρομάζει και τρομοκρατεί τόσο πολύ τους χριστιανούς, ώστε τους κάνει να χάνουν όχι μόνο τη δύναμη τους αλλά και την ευστροφία τους». Ο Μπαρμπαρόσα χρησιμοποίησε την πρωτοφανή αγριότητα του Τζένγκις Χαν.
Κάποια από αυτά τα αντίποινα ήταν πράξεις προσωπικής εκδίκησης, οι οποίες είχαν αποδέκτες ακόμα και νεκρούς. Όταν έβαλε στο μάτι την παραλιακή πόλη Ταλαμόνε, ξέθαψε από τον τάφο του τον Μπαρτολομέ Περέτι (Ιταλός κουρσάρος) , ο οποίος είχε πεθάνει πρόσφατα, τον ξεκοίλιασε τελετουργικά, τον κομμάτιασε και τον έκαψε στην κεντρική πλατεία, μαζί με τις σορούς των αξκοματούχων και των υπηρετών του. Όταν έφυγε, στον αέρα υπήρχε ακόμα η μυρωδιά καμένης σάρκας. Ο τρομοκρατημένος πληθυσμός σύρθηκε έξω από την κρυψώνα του σοκαρισμένος και αηδιασμένος. Αυτά ήταν τα αντίποινα για την επίθεση του Περέτι στη γενέτειρα του Μπαρμπαρόσα, το νησί της Λέσβου, τον προηγούμενο χρόνο, κατά την οποία καταστράφηκε το πατρικό του σπίτι.
Οι Οθωμανοί συνέχισαν το ταξίδι τους. Ο στόλος έκαψε αρκετά χωριά στο νησί Ίσκια και πήρε μαζί του 2.000 σκλάβους. Η Νάπολη έτρεμε πίσω από τα παράκτια πυροβόλα της, καθώς ο στόλος περνούσε από μπροστά της σαν μαύρο φτερό που σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ακόμα πιο νότια, το Σαλέρνο σώθηκε ως εκ θαύματος. Οι γαλέρες άρχισαν να πλησιάζουν όταν έπεσε το σκοτάδι, τόσο πολύ, ώστε ο Μοράν μπορούσε να δει τα φώτα στα παράθυρα τους, όμως τότε «ο ελεήμων Θεός» παρενέβη. Μια ξαφνική θύελλα σηκώθηκε και «η θάλασσα φούσκωσε τόσο πολύ από τα νοτιοδυτικά και μια πυκνή μαυρίλα απλώθηκε, με αποτέλεσμα οι γαλέρες να μην μπορούν να διακρίνουν η μία την άλλη. Εκείνη τη στιγμή άνοιξαν οι ουρανοί και άρχισε να βρέχει με μανία». Οι χριστιανοί σκλάβοι, κουλουριασμένοι στο εκτεθειμένο κατάστρωμα σαν «πνιγμένες πάπιες», ξυλοκοπήθηκαν άγρια. Μια γαλιότα, γεμάτη αιχμαλώτους, βυθίστηκε από την καταιγίδα: «Πνίγηκαν όλοι εκτός από κάποιους Τούρκους, που γλίτωσαν κολυμπώντας».
Η αντοχή του αηδιασμένου γαλλικού στρατεύματος ξεπέρασε τα όριά της στο Λίπαρι, το μεγαλύτερο από τα ηφαιστειακά νησιά απέναντι στις ακτές της Σικελίας. Οι Λιπαριότες είχαν ειδοποιηθεί για το στόλο που πλησίαζε. Ενίσχυσαν την άμυνα τους, αλλά δε φυγάδευσαν τις γυναίκες και τα παιδιά, οπότε βρήκαν καταφύγιο στα καλά προετοιμασμένα τους φρούρια. Ο Χαϊρεντίν αποβίβασε στο νησί 5.000 άνδρες και 16 κανόνια, και προετοιμάστηκε για μια παρατεταμένη πολιορκία. Όταν άρχισε να καταστρέφει τα πάντα, οι υπερασπιστές προσπάθησαν να διαπραγματευτούν. Οταν του πρόσφεραν 15.000 δουκάτα, εκείνος ζήτησε 30.000 δουκάτα και 400 παιδιά. Τελικά πίστεψαν ότι είχαν κλείσει μια συμφωνία που προέβλεπε την καταβολή συγκεκριμένου ποσού για κάθε άνθρωπο. Παρέδωσαν τα κλειδιά του κάστρου, αλλά, έτσι κι αλλιώς, εκείνος έπιασε όλο τον πληθυσμό αιχμάλωτο, εκτός από τις πιο πλούσιες οικογένειες, οι οποίες πλήρωσαν υπέρογκα ποσά ως λύτρα για την ελευθερία τους. Οι απλοί άνθρωποι εμφανίστηκαν ένας προς έναν ενώπιον του ανελέητου πασά. Οι ηλικιωμένοι και οι ανάπηροι αφέθηκαν ελεύθεροι, αφού πρώτα ξυλοκοπήθηκαν με ραβδιά. Οι υπόλοιποι αλυσοδέθηκαν και οδηγήθηκαν στο λιμάνι τους. Μερικοί από τους πιο ηλικιωμένους είχαν βρει καταφύγιο στον καθεδρικό ναό. Οι κουρσάροι τούς έπιασαν, τους έγδυσαν και τους έκοψαν στα δύο ζωντανούς, «με απίστευτο μίσος». Ο Μοράν αδυνατούσε να κατανοήσει αυτές τις πράξεις. «Όταν ρωτήσαμε αυτούς τους Τούρκους γιατί συμπεριφέρονταν τόσο απάνθρωπα στους δύσμοιρους χριστιανούς, εκείνοι απάντησαν ότι αυτή η συμπεριφορά ήταν πολύ αποτελεσματική. Αυτή ήταν και η μοναδική απάντηση που πήραμε ποτέ». Ο Μοραν δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε γιατί ο Θεός επέτρεπε αυτές τΐς συμφορές. Το μόνο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ότι ο Θεός τούς τιμωρούσε, στην περίπτωση των Λιπαριωτών, επειδή υπήρχε η άποψη ότι «επιδίδονταν συχνά στο σοδομισμό».
Βαθιά συγκλονισμένος, ο Γάλλος εξαγόρασε μερικούς αιχμαλώτους με δικά τους έξοδα και είδε τους υπόλοιπους να οδηγούνται μακριά, ενώ οι «αξιοθρήνητοι Λιπαριοτες εγκατέλειπαν την πόλη τους με δάκρυα, στεναγμούς και λυγμούς, και οδηγούνταν στη σκλαβιά. Πατεράδες που κοίταζαν τους γιους τους και μάνες τις κόρες τους δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα στα λυπημένα μάτια τους». Ο Κάρολος στην Τύνιδα, ο Χαϊρεντίν στο Λίπαρι: ο αγώνας για τη Μεσόγειο είχε μετατραπεί σε έναν πόλεμο εναντίον των αμάχων. Το κάστρο, ο καθεδρικός, οι τάφοι και τα σπίτια, όλα λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Το Λίπαρι ήταν πια ένα ερείπιο που έβγαζε καπνούς. Όταν ο Μπαρμπαρόσα συμφώνησε μιαν ανακωχή και προσφέρθηκε να πωλήσει τους νέους αιχμαλώτους του κάπου κοντά στη Σικελία, οι γαλλικές γαλέρες βρήκαν κάποιες δικαιολογίες και συνέχισαν μόνες τους το ταξίδι.
Το καλοκαίρι του 1544 ο Μπαρμπαρόσα συνέλαβε περίπου 6.000 αιχμαλώπους από τις ιταλικές ακτές και την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή. Στο δρόμο της επιστροφής, τα πλοία ήταν τόσο φορτωμένα με ανθρώπους, που το πλήρωμα έριξε εκατοντάδες από τους πιο αδύναμους αιχμαλώτους στη θάλασσα.
Ο Μπαρμπαρόσα μπήκε στο λιμάνι θριαμβευτής, υπό τους ήχους κανονιοβολισμών και με λαμπερές φωτιές στον νυχτερινό Κεράτιο Κόλπο. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στην ακτή για να παρακολουθήσει από κοντά τη θριαμβευτική επιστροφή του «βασιλιά της θάλασσας». Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη εκστρατεία του. Το καλοκαίρι του 1546, σε ηλικία ογδόντα ετών, πέθανε σε πυρετώδη κατάσταση μέσα στο παλάτι του στην Κωνσταντινούπολη. Το πένθος ήταν παγκόσμιο. Η σορός του τοποθετήθηκε σε μαυσωλείο στις ακτές του Βοσπόρου, το οποίο έγινε υποχρεωτικός τόπος προσκυνήματος για όλες τις θαλάσσιες αποστολές που αναχωρούσαν από εκεί, «οι οποίες το χαιρετούσαν με κανονιοβολισμούς και πυρά μουσκέτων και του απέδιδαν τιμές αντάξιες αγίου».
Μετά από τόσες δεκαετίες τρόμου οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι «ο βασιλιάς του κακού» ήταν πια παρελθόν. Ήταν τόσο τρομαχτικές οι προλήψεις που δημιουργήθηκαν γύρω από το όνομα του, ώστε ο θρύλος επέμενε ότι έβγαινε από τον τάφο του και περπατούσε μαζί με τους ζωντανούς. Απ' ό,τι φαίνεται, έπρεπε να επιστρατευτεί ένας Έλληνας μάγος για να λύσει το πρόβλημα: έθαψε ένα μαύρο σκύλο στον τάφο του, ο οποίος γαλήνεψε το ανήσυχο πνεύμα και το οδήγησε πίσω στον Άδη.
Ο Μπαρμπαρόσα μπήκε στο λιμάνι θριαμβευτής, υπό τους ήχους κανονιοβολισμών και με λαμπερές φωτιές στον νυχτερινό Κεράτιο Κόλπο. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στην ακτή για να παρακολουθήσει από κοντά τη θριαμβευτική επιστροφή του «βασιλιά της θάλασσας». Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη εκστρατεία του. Το καλοκαίρι του 1546, σε ηλικία ογδόντα ετών, πέθανε σε πυρετώδη κατάσταση μέσα στο παλάτι του στην Κωνσταντινούπολη. Το πένθος ήταν παγκόσμιο. Η σορός του τοποθετήθηκε σε μαυσωλείο στις ακτές του Βοσπόρου, το οποίο έγινε υποχρεωτικός τόπος προσκυνήματος για όλες τις θαλάσσιες αποστολές που αναχωρούσαν από εκεί, «οι οποίες το χαιρετούσαν με κανονιοβολισμούς και πυρά μουσκέτων και του απέδιδαν τιμές αντάξιες αγίου».
Μετά από τόσες δεκαετίες τρόμου οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι «ο βασιλιάς του κακού» ήταν πια παρελθόν. Ήταν τόσο τρομαχτικές οι προλήψεις που δημιουργήθηκαν γύρω από το όνομα του, ώστε ο θρύλος επέμενε ότι έβγαινε από τον τάφο του και περπατούσε μαζί με τους ζωντανούς. Απ' ό,τι φαίνεται, έπρεπε να επιστρατευτεί ένας Έλληνας μάγος για να λύσει το πρόβλημα: έθαψε ένα μαύρο σκύλο στον τάφο του, ο οποίος γαλήνεψε το ανήσυχο πνεύμα και το οδήγησε πίσω στον Άδη.
Όσο για την επίγεια ζωή, ο Μπαρμπαρόσα συνέχισε να τρομοκρατεί αδιάκοπα τις χριστιανικές ακτές. Μια νέα γενιά κουρσάρων καπετάνιων ακολούθησαν τα βήματά του. Ο πιο σπουδαίος από αυτούς, ο Τουργκούτ -Ντραγκούτ, για τους χριστιανούς- ο οποίος είχε γεννηθεί στις ακτές της Ανατολίας, θα έκανε μια καριέρα αντάξια του μέντορά του, ξεκινώντας από το ελεύθερο πλιάτσικο στις ακτές του Μαγκρέμπ και την πολεμική εμπειρία της Πρέβεζας, έως την εικοσάχρονη αυτοκρατορική του θητεία υπό τις διαταγές του Σουλεϊμάν από το 1546 και έπειτα. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν ένας δράκος που είχε δείξει τα τρομερά του δόντια στη θάλασσα.